Μοντέλο αειφορίας για το σκληρό

Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με τη Barilla για αναβάθμιση της ποιότητας και πρασίνισμα της παραγωγής

08/12/2014 

Τσατσάκης Γιάννης|  
Τα πρώτα αποτελέσµατα από η σύγκριση των παραδοσιακών συστηµάτων παραγωγής σκληρού σίτου µε τις νέες προτάσεις που εφαρµόζει η βιοµηχανία µε τεχνικές πιο πράσινες και φιλικές προς το περιβάλλον
καταγράφει στη χώρα µας το Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας, σε συνεργασία µε τη Barilla. Η επιστηµονική οµάδα των εργαστηρίων Εντοµολογίας και Φυτοπαθολογίας του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας, Γενετικής Βελτίωσης και Γεωργίας του ΑΠΘ και του εργαστηρίου Εδαφολογίας του ΤΕΙ Λάρισας ανέπτυξε ένα δεκάλογο γενικών κανόνων που πρέπει να ακολουθεί ο παραγωγός για να επιτύχει το βέλτιστο οικονοµικό και ταυτόχρονα οικολογικό αποτέλεσµα, στο πλαίσιο της αειφορικής παραγωγής.
Η εφαρµογή αυτών των κανόνων έγινε σε 9 παραγωγούς της Θεσσαλίας, στους οποίους ζητήθηκε να χωρίσουν το χωράφι τους σε δύο µέρη. Στο ένα εφάρµοσαν την τεχνική της παραδοσιακής καλλιέργειας και στο άλλο έγινε αειφορική καλλιέργεια.

Ενδεικτικά παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα από δύο αγρότες. Στον αγρότη του Αρµενίου έγινε εφαρµογή µε «ακαλλιέργεια», δηλαδή σπορά χωρίς προηγούµενη κατεργασία µε σπαρτική. Οι µεταβολές αναφέρονται κυρίως στη ποσότητα σποράς (γενικά οι αγρότες σπέρνουν περισσότερο σπόρο από ότι χρειάζεται) και στη λίπανση. Η κύρια αλλαγή είναι η εφαρµογή µιας επί πλέον δόσης το Μάρτιο που βοηθά στη βελτίωση της απόδοσης και της ποιότητας του παραγόµενου σίτου (αύξηση πρωτεΐνης).
Η ακαλλιέργεια στον παραγωγό του Αρµενίου παρουσίασε µεγαλύτερο πρόβληµα µε τα ζιζάνια από τις άλλες δύο µεθόδους. Ο κοινός ψεκασµός όµως µε τα ζιζανιοκτόνα που χρησιµοποιήθηκαν και στην παραδοσιακή µέθοδο (80 γρ/στρ. Axial + 80 γρ/στρ. Mustang) ήταν αρκετός για την αντιµετώπιση του προβλήµατος.
Οι αποδόσεις σιταριού στον παραγωγό της Ευξεινούπολης ήταν 310kg/στρ για παραδοσιακή µέθοδο και 330kg/στρ για την αειφόρο. Για τον παραγωγό του Αρµενίου για τις τρεις µεθόδους ήταν 400 kg/στρ. για την παραδοσιακή µέθοδο, 425 kg/στρ. για την αειφόρο και 470 kg/στρ. για την αειφόρο µε την εφαρµογή ακαλλιέργειας.
Η βελτίωση στη µέθοδο της ακαλλιέργειας ήταν αποτέλεσµα της οµοιόµορφης διάταξης των φυτών στο χωράφι, που σε συνδυασµό µε µια ενισχυµένη και οµαλότερα κατανεµηµένη αζωτούχο λίπανση συνέβαλε στη µεγιστοποίηση του παραγωγικού δυναµικού. Την κάλυψη των δυνατοτήτων της καλλιέργειας µαρτυρά η εντυπωσιακή αύξηση της πρωτεΐνης του σπόρου. Στην παραδοσιακή σπορά η µέση περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη ήταν 11,8%, ενώ στην αειφόρο στο 13,34% και στην ακαλλιέργεια στο 16,6%!
Σύµφωνα µε την οικονοµική ανάλυση για τα δύο συστήµατα, το κόστος παραγωγής εκτιµάται από τις µεταβλητές δαπάνες παραγωγής (ετήσια έξοδα για αγορά σπόρων, εφοδίων και εκτέλεση εργασιών) και τις σταθερές δαπάνες (έξοδα απόσβεσης κεφαλαίου αγοράς γεωργικού εξοπλισµού µαζί µε τους τόκους).
Για τις µεταβλητές δαπάνες, ο παραγωγός Α εξοικονοµώντας 1,3€/στρ από τα λιπάσµατα (ίδιες µονάδες, φθηνότερα σκευάσµατα) και 2,5€/στρ από το σπόρο πέτυχε µια αύξηση της παραγωγής κατά 20 kg/στρ και βελτίωσε το κέρδος κατά 8,6€/στρ. Όταν εξετάζονται οι συνολικές δαπάνες ωστόσο φαίνεται ότι µε την παραδοσιακή µέθοδο ο παραγωγός καλλιεργεί µε µηδενικό κέρδος. Τέλος, είναι φανερό ότι για τον παραγωγό Α υπάρχει σαφής µείωση του αποτυπώµατος µε την αειφορική µέθοδο, ενώ στον δεύτερο προκύπτει ελαφρά αύξηση λόγω χρήσης επιπλέον λιπάσµατος. Άρα, η έννοια της αειφορίας για τη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας είναι επιβεβληµένη και πρέπει να περιλαµβάνει συνολική θεώρηση οικονοµικού και οικολογικού αποτελέσµατος.

Για λιγότερο κόστος
Στα επόµενα έτη της ΚΑΠ, οι αγρότες πρέπει να ενισχύσουν τον φιλο- περιβαλλοντικό ρόλο της γεωργίας και να κάνουν περισσότερο «πράσινη» παραγωγή. Συστήµατα όπως αυτό, σύµφωνα µε τον κ. Γέµπτο, µπορούν να βοηθήσουν τον αγρότη να προσαρµοστεί, να διατηρήσει τις αποδόσεις, µειώνοντας κόστος και αυξάνοντας τα περιθώρια κέρδους και την ανταγωνιστικότητά τους. Το κόστος παραγωγής είναι εξαιρετικά υψηλό και πρέπει να γίνουν προσπάθειες µείωσής του µε ορθολογική χρήση των ειροών (σπόροι, λιπάσµατα), γεωργικού εξοπλισµού (συνεταιριστική χρήση, καλή ποιότητα µηχανηµάτων) και κοινή διαχείριση. Η εισαγωγή νέων καλλιεργητικών πρακτικών, όπως διαφοροποιηµένη λίπανση, θα µπορούσε να βοηθήσει σε αυτό και στη βελτίωση της ποιότητας.

Αμειψισπορά και πρασίνισμα στη νέα ΚΑΠ
Η νέα ΚΑΠ για την περίοδο 2014-2020 µεταφέρει το βάρος από την ασφάλεια των τροφίµων στην εξασφάλιση της διατροφής, καθώς διαπιστώθηκε ότι για να εξασφαλιστούν τρόφιµα για τον προβλεπόµενο πληθυσµό του 2050 (περίπου 9 δις) απαιτείται αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργίας κατά 70%.
Καλείται επίσης να ανταποκριθεί σε µια σειρά από ευρύτερες απαιτήσεις των καταναλωτών, οι οποίοι πλέον πέρα από την ποιότητα των προϊόντων επιζητούν την υγιεινή διατροφή και την παραγωγή τροφίµων µε τις ελάχιστες επιβαρύνσεις στο περιβάλλον.
Η νέα αυτή φιλοσοφία περιγράφεται µε τον όρο «πρασίνισµα» (greening) της γεωργίας, που αποτελεί και το βασικό πυλώνα της νέας ΚΑΠ. Ο αγρότης πρέπει να συµµορφώνεται µε τα ελάχιστα περιβαλλοντικά πρότυπα  και τις καλές γεωργικές πρακτικές για να δικαιούται επιδοτήσεις. Για το σκοπό αυτό η νέα ΚΑΠ εφοδιάζεται µε νέα εργαλεία ενίσχυσης της αειφορίας όπως από µια υπηρεσία µε συστήµατα παροχής συµβουλών στου αγρότες (FAS). Επίσης, τέθηκαν ειδικοί στόχοι που πρέπει να υπηρετεί η υπηρεσία αυτή όπως η ενίσχυση του εισοδήµατος των αγροτών, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των αγροκτηµάτων, η εισαγωγή καινοτοµιών, η παροχή περιβαλλοντικών υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο και η µείωση της κλιµατικής αλλαγής).


 πηγη:www.agronews.g