Αυξάνεται η παγκόσμια κατανάλωση ελαιολάδου, ενώ μειώνεται στην Ελλάδα λόγω της κρίσης

09.03.2016 

Αυξάνεται η παγκόσμια κατανάλωση ελαιολάδου, ενώ μειώνεται στην Ελλάδα λόγω της κρίσης
Περίπου στο 4,6% ανέβηκε η παγκόσμια κατανάλωση ελαιολάδου κατά την καλλιεργητική περίοδο 2015/16 σχέση με την προηγούμενη 2014/15, ενώ σε βάθος χρόνου και συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 1990 /2000 και 2015/16 έχει αυξηθεί κατά 1,8 φορές σε όγκο. Την ίδια στιγμή η κατανάλωση ελαιολάδου εμφανίζει μείωση, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ελαιοπαραγωγές χώρες της Ε.Ε., ως αποτέλεσμα της αύξησης της τιμής του ελαιολάδου.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου, όπως φαίνεται και στον Διάγραμμα 1αυτή η ανοδική κίνηση της κατανάλωσης εντοπίζεται κυρίως σε χώρες μη μέλη του των οποίων το μερίδιο της παγκόσμιας κατανάλωσης ανέβηκε από το 11% σε 24% μεταξύ της έναρξης και της λήξης των ετών της περιόδου αναφοράς.
 
Η κατανάλωση ελαιολάδου στην Ε.Ε.
 
Η κατανάλωση ελαιολάδου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζει ανοδικές τάσεις μέχρι το 2004/05, οπότε και κορυφώνεται στα 2.000.000 τόνους, έκτοτε σταδιακά πέφτει στα επίπεδα του 1996/97 (περίπου 1.600.000 τόνοι).
 
Στο εσωτερικό της ΕΕ, το ελαιόλαδο καταναλώνεται κυρίως στις χώρες παραγωγής (Διάγραμμα 2).

Η Ιταλία εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής της ΕΕ από άποψη όγκου, αν και το επίπεδο της κατανάλωσης άρχισε να μειώνονται σε μεγάλο βαθμό το 2006/07 έως ότου έπεσε σε 520 000 τόνους το 2014/15, το χαμηλότερο επίπεδο κατά την περίοδο αναφοράς.
 
Η Ισπανία, όπου η κατανάλωση πάντα ταλαντεύεται, έχει δει επίσης μια μείωση από το 2005/06 στον όγκο της κατανάλωσης και δεν έχει επανέλθει στα προηγούμενα επίπεδα.
 
Στην Ελλάδα, όπως και στην Ιταλία, έχει επίσης παρατηρηθεί πτώση της κατανάλωσης του (160.000 τόνοι). Η μείωση αυτή συνέπεσε με τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και αντιπροσωπεύει μια πτώση της τάξης του 22% σε σύγκριση με πριν από 20 χρόνια.
 
Παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση συγκεντρώνεται στις χώρες παραγωγής, το ελαιόλαδο έχει αρχίσει να καταναλώνεται όλο και περισσότερο στην ομάδα των άλλων μη παραγωγικών χωρών της Ε.Ε., όπου είναι άνω των 200.000 τόνων.
 
Σημειώνεται πως η μείωση της κατανάλωσης ελαιολάδου στις χώρες παραγωγής της ΕΕ συνδέεται άμεσα με τις απότομες μειώσεις στα επίπεδα της παραγωγής και τις προκύπτουσες αυξήσεις των τιμών.
Η εξέλιξη της παραγωγής στην Ε.Ε.
 
Το Διάγραμμα 3 εικονίζει τον μέσο όρο παραγωγής και κατανάλωσης στις ελαιοπαραγωγές χώρες της ΕΕ σε σχέση με τις τιμές και δείχνει απότομη αύξηση των τιμών το 2005/06 και το 2014/15.
 
Κατά την τελευταία περίοδο, η παραγωγή της ΕΕ μειώθηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα εξαιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων - μεγάλη πτώση της ισπανικής παραγωγής που προκλήθηκε από την ξηρασία και τον κακό του όγκο παραγωγής στην Ιταλία, λόγω της προσβολής των ελαιοδένδρων από την Xylella fastidiosa - το σύνολο των οποίων οδήγησε σε γενική αύξηση των τιμών και μείωση της κατανάλωσης.
Το Διάγραμμα 4 δείχνει τον κόσμο μέσα από τις τιμές παραγωγού για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο σε τρεις αντιπροσωπευτικές αγορές της ΕΕ - Ιταλία (Μπάρι), Ελλάδα (Χανιά) και Ισπανία (Jaén) - όπου παράγεται το 74% του παγκόσμιου ελαιολάδου. Κατά συνέπεια, οι επιδόσεις τους στην αγορά έχουν αντίκτυπο στις τιμές και σε άλλες περιοχές της ΕΕ, καθώς και σε άλλες χώρες παραγωγής, ειδικά στις τιμές εξαγωγής.
 

Παρά την μείωση η Ελλάδα ηγείται στην κατανάλωση
 
Η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου στις χώρες της ΕΕ το 2013 και το 2014, μπορεί να παρατηρηθεί στο Διάγραμμα 5.
 
Παρά τη μείωση της συνολικής ελληνικής κατανάλωσης, η Ελλάδα συνεχίζει να ηγείται της κατάταξης με 12,8 κιλά, αν και αυτά είναι χαμηλότερα από το προηγούμενο έτος συγκομιδής.
 
Ακολουθούν η Ισπανία (11,3 kg), η Ιταλία (10,5 kg) και η Πορτογαλία (7,2 kg).
 
Έπονται η Κύπρος (5,5 kg), το Λουξεμβούργο (3,2 κιλά λόγω των αγορών σε σούπερ μάρκετ από καταναλωτές γειτονικών χωρών), η Μάλτα (3 kg), η Γαλλία και η Κροατία (1,7 kg), η Ιρλανδία και το Βέλγιο (1,4 kg) και η Δανία (1,2 kg).
 
Το υπόλοιπο της κατά κεφαλήν κατανάλωσης των μελών της ΕΕ μοιράζεται μεταξύ των χωρών που καταναλώνουν μεταξύ 1 kg και 0,5 kg ανά έτος (σε φθίνουσα σειρά: η Εσθονία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Φινλανδία η Λετονία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Σουηδία, η Σλοβενία, η Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο) και εκείνες όπου είναι κάτω από 0,4 kg (Ρουμανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Σλοβακία και Λιθουανία).
Η κατανάλωση εκτός Ε.Ε.
 
Όσον αφορά τα άλλα κράτη μέλη του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου, η αύξηση της κατανάλωσης τα τελευταία χρόνια υπήρξε ισχυρή στην Τουρκία και το Μαρόκο, όπου η παραγωγή έχει επίσης αυξηθεί, καθώς επίσης και στην ομάδα άλλων χωρών.
Η κατανάλωση στην Αλγερία έχει ανέβει τη δεύτερη δεκαετία της περιόδου αναφοράς ακολουθεί τα βήματα της υψηλότερης παραγωγής, ενώ στην Τυνησία έχει μειωθεί μεταξύ 1999 - 1900 και 2015/16.
 
Το 2014, η κατά κεφαλήν κατανάλωση σε αυτό το σύνολο των χωρών ήταν χαμηλότερη από ό, τι στην ΕΕ. Ήταν 4 κιλά στην Αλβανία και στο Λίβανο, 3,8 κιλά στην Ιορδανία και στην Τυνησία, 3,6 κιλά στο Μαρόκο, 2,4 κιλά στο Ισραήλ και στη Λιβύη και 1,4 κιλά στην Τουρκία.
 
Στην Αλγερία η κατανάλωση είναι σχεδόν το ίδιο όπως στη Δανία, ενώ στο Μαυροβούνιο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τη Γερμανία και την Ολλανδία.
 
Όσο για την Αργεντινή, την Αίγυπτο, το Ιράν και το Ιράκ, η κατανάλωση τους βρίσκεται γύρω από τα επίπεδα της Πολωνίας και της Ρουμανίας (Διάγραμμα 7).
Μεταξύ των κρατών μη-μελών του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δει την πιο θεαματική αύξηση της συνολικής κατανάλωσης κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών (Διάγραμμα 8), ακόμη και η κατά κεφαλήν κατανάλωση το 2014 ήταν μόνο 0,9 kg, συγκρίσιμη με τα επίπεδα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία.
Κατά την περίοδο αναφοράς, η συνολική κατανάλωση αυξήθηκε ομοίως στις υπόλοιπες χώρες αν και σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Όσο για την κατά κεφαλήν κατανάλωση σε χώρες μη-μέλη του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου το Διάγραμμα 9 δίνει 1,6 kg για την Ελβετία και την Αυστραλία, 1,1 kg για τον Καναδά, 0,8 kg για τη Νορβηγία και 0,7 kg για τη Σαουδική Αραβία. Αλλού, τα κατά κεφαλήν επίπεδα είναι χαμηλότερα.
Η προκύπτουσα εικόνα δείχνει περιθώρια αύξησης της κατανάλωσης στις κορυφαίες χώρες εισαγωγής, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βραζιλία και η Ιαπωνία. Η Κίνα έρχεται τελευταία στην κατά κεφαλήν κατάταξη των χωρών που αναφέρθηκαν στο Διάγραμμα 9.
 
 
Στέφανος Παπαπολυμέρου
papapolimerou@paseges.gr
πηγη: www.paseges.gr