08/01/2013 - 16:00 μμ
Με σταθερό προσανατολισμό στον τομέα της κατανάλωσης η ροή της τραπεζικής χρηματοδότησης βάζει για χρόνια σε τελευταία μοίρα τους πλέον παραγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και η γεωργία…
Προτεραιότητα
στη χρηματοδότηση της αγροτικής δραστηριότητας στο ευρύτερο πλαίσιο
ενός συνολικού επαναπροσδιορισμού του παραγωγικού μοντέλου της χώρας,
επιβάλλουν οι συνθήκες στις οποίες έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία,
όπως προκύπτει από την ενδιαφέρουσα ανάλυση των στοιχείων με τα υπόλοιπα
των δανείων προς διάφορους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας τα οποία
παρουσίασε την περασμένη Κυριακή η εφημερίδα Καθημερινή.
Τα στοιχεία της ανάλυσης δείχνουν ξεκάθαρα ότι επί σειρά ετών οι ροές του δανειακού χρήματος προσανατολίζονταν κατά βάση στον τομέα της κατανάλωσης, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τους πλέον παραγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας όπως είναι ο τουρισμός, η ναυτιλία και η γεωργία. Αρκεί να αναφερθεί ότι οι χορηγήσεις καταναλωτικών δανείων είναι κατά 45% υψηλότερες των δανείων που έχουν δοθεί στη βιομηχανία και κατά 215% υψηλότερα των δανείων που έχουν δοθεί για τον κατασκευαστικό τομέα.
Την ίδια ώρα ο αγροτικός τομέας αποτελούσε και αποτελεί τον φτωχό συγγενή της τραπεζικής χρηματοδότησης, αφού μόνο τα υπόλοιπα δανείων που έχουν δοθεί σε μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι διπλάσια αυτών που έχουν χορηγηθεί όλα αυτά τα χρόνια για τη χρηματοδότηση της ελληνικής γεωργίας.
Έτσι, την ώρα που η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία και ελαφρά τη καρδία ότι ο αγροτικός τομέας μπορεί να εξελιχθεί τον θεμέλιο λίθο που θα στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, οι συντελεστές της αγροτικής παραγωγής καλούνται να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
Σημειωτέον ότι το σύνολο του τραπεζικού δανεισμού στον τομέα μόλις που φθάνει το 1,5 δισ. ευρώ, με τα υπόλοιπα των δανείων για αγορά Ι.Χ. αυτοκινήτων να εκτιμώνται στα 5 δισ. ευρώ. Κι όλα αυτά, την ώρα που οι ενισχύσεις βαίνουν μειούμενες, οι φοροαπαλλαγές (επιστροφή ΦΠΑ, αγροτικό πετρέλαιο κ.α.) περιορίζονται δραστικά, οι αποζημιώσεις από ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν δυσκολέψει πολύ και οι εταιρείες αγροτικών εφοδίων κλείνουν όλο και περισσότερο τις πιστώσεις προς τους αγρότες.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, είναι σαφές ότι η υποστήριξη της παραγωγικής διαδικασίας γίνεται όλο και δυσκολότερη. Παράλληλα με τις τεράστιες δυσκολίες εξασφάλισης της ίδιας συμμετοχής για τρέχοντα αναπτυξιακά προγράμματα, οι επενδύσεις των αγροτικών εκμεταλλεύσεων έχουν μείνει πολύ πίσω, ενώ μέρα με τη μέρα καθίσταται όλο και πιο δυσχερής και η υποστήριξη της καλλιεργητικής διαδικασίας για την επόμενη χρονιά.
Οι ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες προωθείται αυτό τον καιρό η παραγωγική διαδικασία, επιβαρύνουν ιδιαίτερα τις μεσαίου μεγέθους αγροτικές εκμεταλλεύσεις οι οποίες χρόνο με το χρόνο χάνουν έδαφος και οδηγούνται στη συρρίκνωση και την παρακμή. Σε κάπως πιο πλεονεκτική θέση βρίσκονται οι μεγάλες (για τα ελληνικά δεδομένα) εκμεταλλεύσεις που λόγω της συγκρότησής τους λειτουργούν και με μικρότερα περιθώρια κέρδους, ενώ τρόπους διαφυγής από τις δυσκολίες εφευρίσκουν και οι μικρές οικογενειακές μονάδες που αξιοποιούν στο έπακρο την προσωπική εργασία.
Τα ελληνικά μονοπάτια του δανειακού χρήματος
Το ρόλο του τραπεζικού συστήματος στην ανάπτυξη του καταναλωτικού μοντέλου που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια εις βάρος της παραγωγής και της πραγματικής οικονομίας, αποτυπώνει -σύμφωνα με την πολύ επίκαιρη ανάλυση που παρουσίασε την Κυριακή 25 Νοεμβρίου η εφημερίδα Καθημερινή- η διαδρομή του χρήματος -και ειδικότερα του δανειακού χρήματος.
Όπως εύστοχα σημειώνει ο συντάκτης του άρθρου, Γιάννης Παπαδογιάννης, «οι Αμερικανοί λένε ότι, αν θέλεις να βρεις τα πώς και τα γιατί, απλώς ακολούθησε το χρήμα...». Εξάγοντας λοιπόν το άθροισμα των χορηγήσεων δανείων του τραπεζικού συστήματος σε τομείς όπως η γεωργία (1,5 δισ. ευρώ), ο τουρισμός (7,3 δισ. ευρώ) και η ναυτιλία (14,2 δισ. ευρώ), τομείς που στη θεωρία η Ελλάδα διαθέτει μεγάλο πλεονέκτημα, διαμορφώνεται μόλις στα 23 δισ. ευρώ τη στιγμή που τα καταναλωτικά δάνεια ξεπερνούν τα 32 δισ. ευρώ. Οι χορηγήσεις καταναλωτικών δανείων είναι κατά 45% υψηλότερες των δανείων που έχουν δοθεί στη βιομηχανία και κατά 215% υψηλότερες των δανείων που έχουν δοθεί για τον κατασκευαστικό τομέα! Σύμφωνα με την Καθημερινή, είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στην Ελλάδα σήμερα τα δάνεια προς μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι διπλάσια των δανείων για την ανάπτυξη της γεωργίας, ενώ την ίδια στιγμή, τα δάνεια για αγορά αυτοκινήτων εκτιμώνται στα 5 δισ. ευρώ.
Επίσης σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι στα παραπάνω υπόλοιπα δεν περιλαμβάνονται οι διαγραφές που πραγματοποιούν οι τράπεζες σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια, πολλά από τα οποία είχαν δοθεί σε φίλους, συγγενείς και άλλες «υγιείς» επιχειρηματικές δυνάμεις.
Για τον συντάκτη της ανάλυσης, η εικόνα που προκύπτει από τη διάρθρωση των δανείων δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη γενικότερη ευθύνη του πολιτικοοικονομικού συστήματος για τη διόγκωση του υπερκαταναλωτικού μοντέλου.
Σήμερα περίπου το 14% του συνολικού ύψους δανείων (231,8 δισ. ευρώ) αφορά χορηγήσεις καταναλωτικής πίστης, ενώ επιπλέον 75 δισ. ευρώ (32,4% του συνόλου) είναι τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί στα νοικοκυριά για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών. Αν και τα στεγαστικά δάνεια θεωρούνται η πλέον συντηρητική μορφή δανείου, η μαζική μεταφορά πόρων, σε συνδυασμό με την παραδοσιακή έλξη του Έλληνα προς την απόκτηση ιδιωτικής κατοικίας, οδήγησαν στην άνοδο των τιμών ακόμα και σε περιοχές της Αττικής που δεν είχαν πρόσβαση σε υποδομές που να προσφέρουν ικανοποιητική ποιότητα ζωής.
Στελέχη τραπεζών, σύμφωνα με το δημοσίευμα της Καθημερινής, σημειώνουν ότι το τραπεζικό σύστημα έχει σαφώς μερίδιο ευθύνης, ειδικά στην έμφαση που είχε δοθεί στον τομέα των καταναλωτικών δανείων. Ωστόσο, υπενθυμίζουν τα ίδια αυτά στελέχη, πως οι τράπεζες δεν είναι υπεύθυνες ούτε για τη χάραξη πολιτικής ούτε για την ποιότητα των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, υπογραμμίζοντας ότι κύρια ευθύνη είναι να επιλέγονται αξιόχρεοι δανειολήπτες: «Το αν η γεωργία είχε εγκαταλειφθεί και ο μέσος Ελληνας αναζητούσε ευκολότερες ευκαιρίες, όπως καταστήματα καφέ και εστίασης, δεν είναι ευθύνη του τραπεζικού συστήματος», υπογραμμίζει στην εφημερίδα στέλεχος τράπεζας.
Το τίμημα της υπερβολής
Οι υπερβολές της αμέριμνης ανάπτυξης -όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων για τα υπόλοιπα των δανείων προς διάφορους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, που δημοσίευσε η Καθημερινή της Κυριακής 25ης Νοεμβρίου-τώρα πληρώνονται, αφού, όπως σημειώνει το άρθρο, τόσο η καταναλωτική πίστη, αλλά σε μεγάλο βαθμό και τα στεγαστικά δάνεια, παρουσιάζουν μεγάλες καθυστερήσεις.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το καλοκαίρι του 2012 το 21,4% των δανείων βρισκόταν σε καθυστέρηση που αντιστοιχεί σε ποσό 50 δισ. ευρώ! Στα στεγαστικά δάνεια το 20% βρίσκεται σε καθυστέρηση (15 δισ. ευρώ) ενώ στα καταναλωτικά οι καθυστερήσεις προσεγγίζουν το 36%.
Στελέχη τραπεζών προειδοποιούν για τον κίνδυνο η βαθιά ύφεση και η αβεβαιότητα να προκαλέσουν, ακόμα και αν τα δημοσιονομικά σταθεροποιηθούν, μια νέα κρίση το 2013 με επίκεντρο τον τραπεζικό κλάδο. Δεδομένων των νέων περικοπών και της μεγάλης αύξησης της ανεργίας, η ανοδική πορεία των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συνεχιστεί και το 2013, με κίνδυνο οι τράπεζες να επέλθουν σε καθεστώς νεκροφάνειας, σημειώνει χαρακτηριστικά ο συντάκτης του άρθρου, Γιάννης Παπαδογιάννης.
Αν η τρέχουσα αβεβαιότητα και αστάθεια διατηρηθούν και τους επόμενους μήνες, τότε ο ρυθμός δημιουργίας μη εξυπηρετούμενων δανείων θα ενισχυθεί ξεπερνώντας το 30% με 35%, με αποτέλεσμα οι τράπεζες για να παραμείνουν βιώσιμες να χρειάζονται νέα κεφάλαια.
Με έναν δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων άνω του 30%, στο πρώτο εξάμηνο του 2013 τα «κόκκινα» δάνεια θα ξεπερνούν τα 70 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας κατά πολύ το πακέτο των 50 δισ. ευρώ της ανακεφαλαιοποίησης.
Στοιχεία από την Καθημερινή της Κυριακής 25 Νοεμβρίου 2012
Τα στοιχεία της ανάλυσης δείχνουν ξεκάθαρα ότι επί σειρά ετών οι ροές του δανειακού χρήματος προσανατολίζονταν κατά βάση στον τομέα της κατανάλωσης, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τους πλέον παραγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας όπως είναι ο τουρισμός, η ναυτιλία και η γεωργία. Αρκεί να αναφερθεί ότι οι χορηγήσεις καταναλωτικών δανείων είναι κατά 45% υψηλότερες των δανείων που έχουν δοθεί στη βιομηχανία και κατά 215% υψηλότερα των δανείων που έχουν δοθεί για τον κατασκευαστικό τομέα.
Την ίδια ώρα ο αγροτικός τομέας αποτελούσε και αποτελεί τον φτωχό συγγενή της τραπεζικής χρηματοδότησης, αφού μόνο τα υπόλοιπα δανείων που έχουν δοθεί σε μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι διπλάσια αυτών που έχουν χορηγηθεί όλα αυτά τα χρόνια για τη χρηματοδότηση της ελληνικής γεωργίας.
Έτσι, την ώρα που η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία και ελαφρά τη καρδία ότι ο αγροτικός τομέας μπορεί να εξελιχθεί τον θεμέλιο λίθο που θα στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, οι συντελεστές της αγροτικής παραγωγής καλούνται να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
Σημειωτέον ότι το σύνολο του τραπεζικού δανεισμού στον τομέα μόλις που φθάνει το 1,5 δισ. ευρώ, με τα υπόλοιπα των δανείων για αγορά Ι.Χ. αυτοκινήτων να εκτιμώνται στα 5 δισ. ευρώ. Κι όλα αυτά, την ώρα που οι ενισχύσεις βαίνουν μειούμενες, οι φοροαπαλλαγές (επιστροφή ΦΠΑ, αγροτικό πετρέλαιο κ.α.) περιορίζονται δραστικά, οι αποζημιώσεις από ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν δυσκολέψει πολύ και οι εταιρείες αγροτικών εφοδίων κλείνουν όλο και περισσότερο τις πιστώσεις προς τους αγρότες.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, είναι σαφές ότι η υποστήριξη της παραγωγικής διαδικασίας γίνεται όλο και δυσκολότερη. Παράλληλα με τις τεράστιες δυσκολίες εξασφάλισης της ίδιας συμμετοχής για τρέχοντα αναπτυξιακά προγράμματα, οι επενδύσεις των αγροτικών εκμεταλλεύσεων έχουν μείνει πολύ πίσω, ενώ μέρα με τη μέρα καθίσταται όλο και πιο δυσχερής και η υποστήριξη της καλλιεργητικής διαδικασίας για την επόμενη χρονιά.
Οι ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες προωθείται αυτό τον καιρό η παραγωγική διαδικασία, επιβαρύνουν ιδιαίτερα τις μεσαίου μεγέθους αγροτικές εκμεταλλεύσεις οι οποίες χρόνο με το χρόνο χάνουν έδαφος και οδηγούνται στη συρρίκνωση και την παρακμή. Σε κάπως πιο πλεονεκτική θέση βρίσκονται οι μεγάλες (για τα ελληνικά δεδομένα) εκμεταλλεύσεις που λόγω της συγκρότησής τους λειτουργούν και με μικρότερα περιθώρια κέρδους, ενώ τρόπους διαφυγής από τις δυσκολίες εφευρίσκουν και οι μικρές οικογενειακές μονάδες που αξιοποιούν στο έπακρο την προσωπική εργασία.
Τα ελληνικά μονοπάτια του δανειακού χρήματος
Το ρόλο του τραπεζικού συστήματος στην ανάπτυξη του καταναλωτικού μοντέλου που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια εις βάρος της παραγωγής και της πραγματικής οικονομίας, αποτυπώνει -σύμφωνα με την πολύ επίκαιρη ανάλυση που παρουσίασε την Κυριακή 25 Νοεμβρίου η εφημερίδα Καθημερινή- η διαδρομή του χρήματος -και ειδικότερα του δανειακού χρήματος.
Όπως εύστοχα σημειώνει ο συντάκτης του άρθρου, Γιάννης Παπαδογιάννης, «οι Αμερικανοί λένε ότι, αν θέλεις να βρεις τα πώς και τα γιατί, απλώς ακολούθησε το χρήμα...». Εξάγοντας λοιπόν το άθροισμα των χορηγήσεων δανείων του τραπεζικού συστήματος σε τομείς όπως η γεωργία (1,5 δισ. ευρώ), ο τουρισμός (7,3 δισ. ευρώ) και η ναυτιλία (14,2 δισ. ευρώ), τομείς που στη θεωρία η Ελλάδα διαθέτει μεγάλο πλεονέκτημα, διαμορφώνεται μόλις στα 23 δισ. ευρώ τη στιγμή που τα καταναλωτικά δάνεια ξεπερνούν τα 32 δισ. ευρώ. Οι χορηγήσεις καταναλωτικών δανείων είναι κατά 45% υψηλότερες των δανείων που έχουν δοθεί στη βιομηχανία και κατά 215% υψηλότερες των δανείων που έχουν δοθεί για τον κατασκευαστικό τομέα! Σύμφωνα με την Καθημερινή, είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στην Ελλάδα σήμερα τα δάνεια προς μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι διπλάσια των δανείων για την ανάπτυξη της γεωργίας, ενώ την ίδια στιγμή, τα δάνεια για αγορά αυτοκινήτων εκτιμώνται στα 5 δισ. ευρώ.
Επίσης σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι στα παραπάνω υπόλοιπα δεν περιλαμβάνονται οι διαγραφές που πραγματοποιούν οι τράπεζες σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια, πολλά από τα οποία είχαν δοθεί σε φίλους, συγγενείς και άλλες «υγιείς» επιχειρηματικές δυνάμεις.
Για τον συντάκτη της ανάλυσης, η εικόνα που προκύπτει από τη διάρθρωση των δανείων δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη γενικότερη ευθύνη του πολιτικοοικονομικού συστήματος για τη διόγκωση του υπερκαταναλωτικού μοντέλου.
Σήμερα περίπου το 14% του συνολικού ύψους δανείων (231,8 δισ. ευρώ) αφορά χορηγήσεις καταναλωτικής πίστης, ενώ επιπλέον 75 δισ. ευρώ (32,4% του συνόλου) είναι τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί στα νοικοκυριά για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών. Αν και τα στεγαστικά δάνεια θεωρούνται η πλέον συντηρητική μορφή δανείου, η μαζική μεταφορά πόρων, σε συνδυασμό με την παραδοσιακή έλξη του Έλληνα προς την απόκτηση ιδιωτικής κατοικίας, οδήγησαν στην άνοδο των τιμών ακόμα και σε περιοχές της Αττικής που δεν είχαν πρόσβαση σε υποδομές που να προσφέρουν ικανοποιητική ποιότητα ζωής.
Στελέχη τραπεζών, σύμφωνα με το δημοσίευμα της Καθημερινής, σημειώνουν ότι το τραπεζικό σύστημα έχει σαφώς μερίδιο ευθύνης, ειδικά στην έμφαση που είχε δοθεί στον τομέα των καταναλωτικών δανείων. Ωστόσο, υπενθυμίζουν τα ίδια αυτά στελέχη, πως οι τράπεζες δεν είναι υπεύθυνες ούτε για τη χάραξη πολιτικής ούτε για την ποιότητα των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, υπογραμμίζοντας ότι κύρια ευθύνη είναι να επιλέγονται αξιόχρεοι δανειολήπτες: «Το αν η γεωργία είχε εγκαταλειφθεί και ο μέσος Ελληνας αναζητούσε ευκολότερες ευκαιρίες, όπως καταστήματα καφέ και εστίασης, δεν είναι ευθύνη του τραπεζικού συστήματος», υπογραμμίζει στην εφημερίδα στέλεχος τράπεζας.
Το τίμημα της υπερβολής
Οι υπερβολές της αμέριμνης ανάπτυξης -όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων για τα υπόλοιπα των δανείων προς διάφορους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, που δημοσίευσε η Καθημερινή της Κυριακής 25ης Νοεμβρίου-τώρα πληρώνονται, αφού, όπως σημειώνει το άρθρο, τόσο η καταναλωτική πίστη, αλλά σε μεγάλο βαθμό και τα στεγαστικά δάνεια, παρουσιάζουν μεγάλες καθυστερήσεις.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το καλοκαίρι του 2012 το 21,4% των δανείων βρισκόταν σε καθυστέρηση που αντιστοιχεί σε ποσό 50 δισ. ευρώ! Στα στεγαστικά δάνεια το 20% βρίσκεται σε καθυστέρηση (15 δισ. ευρώ) ενώ στα καταναλωτικά οι καθυστερήσεις προσεγγίζουν το 36%.
Στελέχη τραπεζών προειδοποιούν για τον κίνδυνο η βαθιά ύφεση και η αβεβαιότητα να προκαλέσουν, ακόμα και αν τα δημοσιονομικά σταθεροποιηθούν, μια νέα κρίση το 2013 με επίκεντρο τον τραπεζικό κλάδο. Δεδομένων των νέων περικοπών και της μεγάλης αύξησης της ανεργίας, η ανοδική πορεία των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συνεχιστεί και το 2013, με κίνδυνο οι τράπεζες να επέλθουν σε καθεστώς νεκροφάνειας, σημειώνει χαρακτηριστικά ο συντάκτης του άρθρου, Γιάννης Παπαδογιάννης.
Αν η τρέχουσα αβεβαιότητα και αστάθεια διατηρηθούν και τους επόμενους μήνες, τότε ο ρυθμός δημιουργίας μη εξυπηρετούμενων δανείων θα ενισχυθεί ξεπερνώντας το 30% με 35%, με αποτέλεσμα οι τράπεζες για να παραμείνουν βιώσιμες να χρειάζονται νέα κεφάλαια.
Με έναν δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων άνω του 30%, στο πρώτο εξάμηνο του 2013 τα «κόκκινα» δάνεια θα ξεπερνούν τα 70 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας κατά πολύ το πακέτο των 50 δισ. ευρώ της ανακεφαλαιοποίησης.
Στοιχεία από την Καθημερινή της Κυριακής 25 Νοεμβρίου 2012