Στροφή
των καταναλωτών της Βουλγαρίας προς τα ελληνικά ποιοτικά φρούτα και
λαχανικά έχουμε τα τελευταία χρόνια ενώ την ίδια στιγμή οι Έλληνες
εξαγωγείς ζητάνε τη συνέχιση των ελέγχων στα σύνορα ώστε να αποτραπεί η
διακίνηση ατυποποίητων προϊόντων. Η Ελλάδα εξάγει παραδοσιακά σημαντικές
ποσότητες νωπών φρούτων και λαχανικών στη Βουλγαρία, έχοντας εδραιώσει
τη θέση της στην αγορά της χώρας. Πάντως ενώ στη Ρουμανία έχει
περιοριστεί το φαινόμενο της εξαγωγής ατυποποίητων προϊόντων, στη
Βουλγαρία εξακολουθεί να υπάρχει. Μεταξύ των μέτρων που πρόσφατα
ανακοίνωσε το ΥπΑΑΤ ήταν και η εγκατάσταση κλιμακίου για ελέγχους στα
σύνορα των δύο χωρών. Ο κ. Γ. Πολυχρονάκης, ειδικός Σύμβουλος του
Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών
και Χυμών (Incofruit – Hellas), δηλώνει: «εξακολουθεί να παρατηρείται το
φαινόμενο διακίνησης ατυποποίητων προϊόντων τα οποία εξάγονται προς τις
γειτονικές βαλκανικές χώρες. Εκτιμούμε ότι οι έλεγχοι θα πρέπει να
εξακολουθήσουν να γίνονται προς όλα τα φορτία από το κλιμάκιο του ΥπΑΑΤ.
Πάντως παρά τα προβλήματα οι ελληνικές εξαγωγές φρούτων και λαχανικών
προς τη Βουλγαρία σημειώνουν αυξητικές τάσεις».
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και έρευνα για τη βουλγαρική αγορά νωπών φρούτων και λαχανικών, που δημοσιοποίησε το Δεκέμβριο του 2012, το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας της Ελλάδας στη Σόφια. Προβλέπεται αύξηση των βουλγαρικών εισαγωγών τα επόμενα χρόνια λόγω μιας σειράς παραγόντων (π.χ. στασιμότητα εγχώριας παραγωγής και, παράλληλα, αύξηση εισοδημάτων των Βουλγάρων), που σε συνδυασμό με την εγγύτητα της ελληνικής παραγωγής, θεωρούνται ευνοϊκά δεδομένα για τη συνέχιση της ισχυρής εξαγωγικής μας δραστηριότητας. Ήδη, τα στατιστικά στοιχεία της προηγούμενης διετίας (2010–2011) επιβεβαιώνουν, σε πρώτη φάση, τις προβλέψεις αυτές.
Από την άλλη, όμως, οι Έλληνες εξαγωγείς ήδη νιώθουν τον ανταγωνισμό από αναδυόμενες αγορές, όπως η Τουρκία, που διαθέτει τα πλεονεκτήματα της εγγύτητας και της μεγάλης παραγωγής, τα οποία συχνά συνεπάγονται τιμές χαμηλότερες συγκριτικά σε αρκετά από τα δικά μας προϊόντα. Πιθανώς στο μέλλον, πέρα από την Τουρκία, να προστεθούν και νέοι ανταγωνιστές, ιδίως γειτονικές χώρες (π.χ. η Ιταλία στα φρούτα και η FYROM στα λαχανικά), που μπορούν να εξάγουν σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές.
Αν και τη διετία 2010–2011 οι ελληνικές εξαγωγές ανέκαμψαν δυναμικά ύστερα από μια τριετία (2007 – 2009) στασιμότητας, είναι δεδομένο πως ο ανταγωνισμός θα παραμείνει έντονος και πολύπλευρος. Ήδη το 2012, η πρώτη εικόνα που αποκομίζει κάποιος από τη λιανική αγορά φρούτων/λαχανικών είναι πως τα τουρκικά προϊόντα διατηρούν ένα σημαντικό και, πιθανώς, αυξανόμενο μερίδιο.
Μια ακόμη παράμετρος που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη είναι η σταδιακή αλλαγή των διατροφικών συνηθειών των Βουλγάρων και η αργή αλλά εμφανής στροφή τους προς τα υγιεινά προϊόντα και τη βιολογική παραγωγή. Αυτό, μεν, φαίνεται να προσφέρει νέες ευκαιρίες στους Έλληνες εξαγωγείς, καθώς διευρύνεται το καταναλωτικό κοινό, αλλά, από την άλλη, σύντομα οι Έλληνες καλλιεργητές θα έχουν, πιθανώς, να αντιμετωπίσουν μια δυναμική βουλγαρική βιολογική παραγωγή και ένα απαιτητικό καταναλωτικό κοινό. Ήδη στα σούπερ-μάρκετ συναντά κανείς βιολογικά αγροτικά προϊόντα αρκετών κρατών–μελών της ΕΕ, που επιδιώκουν να εισέλθουν δυναμικά και να εδραιώσουν τη θέση τους στη βουλγάρικη αγορά.
Οι παράμετροι, συνεπώς, του ανταγωνισμού αλλάζουν (διαφοροποίηση καταναλωτικού κοινού, αύξηση ανταγωνισμού από αναπτυσσόμενες χώρες, γειτονικά κράτη και χώρες ΕΕ, ενίσχυση εγχώριας βιολογικής παραγωγής), με αποτέλεσμα οι απαιτήσεις να είναι αυξημένες για τους Έλληνες παραγωγούς και εξαγωγείς, οι οποίοι οφείλουν να φροντίζουν διαρκώς για την υψηλή ποιότητα και το καλό όνομα των προϊόντων τους. Συνεπώς, εφόσον επιθυμούμε να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε τα εξαγωγικά κεκτημένα της προηγούμενης διετίας, πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε δυσφημιστικά για τα προϊόντα μας περιστατικά, όπως αυτά που κατεγράφησαν το 2011, να αποφευχθούν.
Τέλος, θα πρέπει να εξεταστούν οι δυνατότητες πιο συντονισμένης, μεθοδικής και οργανωμένης προσπάθειας προώθησης των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στη βουλγαρική αγορά, ώστε τα κέρδη της διετίας 2010 – 2011 να μην αποδειχθούν εφήμερα. Οι ανταγωνιστές παραμονεύουν, η αγορά, παρά τη διαρκή ανάπτυξή της, εκ των πραγμάτων παραμένει μικρή και λάθη, ολιγωρίες ή εκπτώσεις στην ποιότητα δεν συγχωρούνται.
Σταύρος Παϊσιάδης
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και έρευνα για τη βουλγαρική αγορά νωπών φρούτων και λαχανικών, που δημοσιοποίησε το Δεκέμβριο του 2012, το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας της Ελλάδας στη Σόφια. Προβλέπεται αύξηση των βουλγαρικών εισαγωγών τα επόμενα χρόνια λόγω μιας σειράς παραγόντων (π.χ. στασιμότητα εγχώριας παραγωγής και, παράλληλα, αύξηση εισοδημάτων των Βουλγάρων), που σε συνδυασμό με την εγγύτητα της ελληνικής παραγωγής, θεωρούνται ευνοϊκά δεδομένα για τη συνέχιση της ισχυρής εξαγωγικής μας δραστηριότητας. Ήδη, τα στατιστικά στοιχεία της προηγούμενης διετίας (2010–2011) επιβεβαιώνουν, σε πρώτη φάση, τις προβλέψεις αυτές.
Από την άλλη, όμως, οι Έλληνες εξαγωγείς ήδη νιώθουν τον ανταγωνισμό από αναδυόμενες αγορές, όπως η Τουρκία, που διαθέτει τα πλεονεκτήματα της εγγύτητας και της μεγάλης παραγωγής, τα οποία συχνά συνεπάγονται τιμές χαμηλότερες συγκριτικά σε αρκετά από τα δικά μας προϊόντα. Πιθανώς στο μέλλον, πέρα από την Τουρκία, να προστεθούν και νέοι ανταγωνιστές, ιδίως γειτονικές χώρες (π.χ. η Ιταλία στα φρούτα και η FYROM στα λαχανικά), που μπορούν να εξάγουν σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές.
Αν και τη διετία 2010–2011 οι ελληνικές εξαγωγές ανέκαμψαν δυναμικά ύστερα από μια τριετία (2007 – 2009) στασιμότητας, είναι δεδομένο πως ο ανταγωνισμός θα παραμείνει έντονος και πολύπλευρος. Ήδη το 2012, η πρώτη εικόνα που αποκομίζει κάποιος από τη λιανική αγορά φρούτων/λαχανικών είναι πως τα τουρκικά προϊόντα διατηρούν ένα σημαντικό και, πιθανώς, αυξανόμενο μερίδιο.
Μια ακόμη παράμετρος που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη είναι η σταδιακή αλλαγή των διατροφικών συνηθειών των Βουλγάρων και η αργή αλλά εμφανής στροφή τους προς τα υγιεινά προϊόντα και τη βιολογική παραγωγή. Αυτό, μεν, φαίνεται να προσφέρει νέες ευκαιρίες στους Έλληνες εξαγωγείς, καθώς διευρύνεται το καταναλωτικό κοινό, αλλά, από την άλλη, σύντομα οι Έλληνες καλλιεργητές θα έχουν, πιθανώς, να αντιμετωπίσουν μια δυναμική βουλγαρική βιολογική παραγωγή και ένα απαιτητικό καταναλωτικό κοινό. Ήδη στα σούπερ-μάρκετ συναντά κανείς βιολογικά αγροτικά προϊόντα αρκετών κρατών–μελών της ΕΕ, που επιδιώκουν να εισέλθουν δυναμικά και να εδραιώσουν τη θέση τους στη βουλγάρικη αγορά.
Οι παράμετροι, συνεπώς, του ανταγωνισμού αλλάζουν (διαφοροποίηση καταναλωτικού κοινού, αύξηση ανταγωνισμού από αναπτυσσόμενες χώρες, γειτονικά κράτη και χώρες ΕΕ, ενίσχυση εγχώριας βιολογικής παραγωγής), με αποτέλεσμα οι απαιτήσεις να είναι αυξημένες για τους Έλληνες παραγωγούς και εξαγωγείς, οι οποίοι οφείλουν να φροντίζουν διαρκώς για την υψηλή ποιότητα και το καλό όνομα των προϊόντων τους. Συνεπώς, εφόσον επιθυμούμε να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε τα εξαγωγικά κεκτημένα της προηγούμενης διετίας, πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε δυσφημιστικά για τα προϊόντα μας περιστατικά, όπως αυτά που κατεγράφησαν το 2011, να αποφευχθούν.
Τέλος, θα πρέπει να εξεταστούν οι δυνατότητες πιο συντονισμένης, μεθοδικής και οργανωμένης προσπάθειας προώθησης των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στη βουλγαρική αγορά, ώστε τα κέρδη της διετίας 2010 – 2011 να μην αποδειχθούν εφήμερα. Οι ανταγωνιστές παραμονεύουν, η αγορά, παρά τη διαρκή ανάπτυξή της, εκ των πραγμάτων παραμένει μικρή και λάθη, ολιγωρίες ή εκπτώσεις στην ποιότητα δεν συγχωρούνται.
Σταύρος Παϊσιάδης