Αγοραστός: υπεύθυνη η τιμολογιακή πολιτική καυσίμων για την αιθαλομίχλη

03/01/2013 - 01:41 μμ

Επείγουσα η επανεξέταση του ζητήματος της τιμολόγησης των καυσίμων για λόγους δημοσιονομικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς ζητά με επιστολή του προς τον Υπουργό Οικονομικών κ. Ιωάννη Στουρνάρα ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Κώστας Αγοραστός.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην επιστολή του ο κος Αγοραστός: «παρατηρείται και φέτος αυξητική τάση στην κατάθεση των πινακίδων κυκλοφορίας. Μετά το τέλος αυτού του χρόνου θα πρέπει να εκτιμηθεί ο συνολικός αριθμός –που ανέρχεται πιθανότατα σε μεγάλο ποσοστό επί του συνολικού αριθμού τροχοφόρων της χώρας- των οχημάτων, που έχουν αποσυρθεί από την κυκλοφορία τα τελευταία 3 χρόνια. Η αιτία της απόσυρσης οχημάτων, μικρό τμήμα των οποίων αντικαθίσταται με πολύ μικρότερης ισχύος οχήματα, οφείλεται στην πολιτική τιμολόγησης των καυσίμων και στα πολύ υψηλά τέλη κυκλοφορίας κυρίως των μεγάλων οχημάτων. Τα οποία μεγάλα οχήματα ανεξαρτήτως του μικρότερου αριθμού έχουν πολύ μεγαλύτερη κατανάλωση καυσίμου.
Το Κράτος υφίσταται τεράστια ζημιά (δημοσιονομικό έλλειμμα) από την απόσυρση πολύ μεγάλου τμήματος του συνολικού στόλου τροχοφόρων της χώρας. Η απώλεια είναι δημοσιονομική και κοινωνική. Κατ’ αρχή, μειώνεται πολύ η κίνηση των τροχοφόρων στους εθνικούς αυτοκινητόδρομους σε συνάρτηση με τη χρησιμοποίηση παραπλεύρων οδών από μεγάλο ποσοστό των ήδη κυκλοφορούντων τροχοφόρων λόγω και των υψηλών διοδίων. Τόσο το Δημόσιο όσο και οι εταιρίες διαχείρισης των αυτοκινητοδρόμων έχουν διαρκώς και μεγαλύτερες απώλειες, ενώ το Δημόσιο εξαιτίας της πολύ υψηλής τιμής των καυσίμων και των τιμών των διοδίων «χάνει» τεράστια ποσά, τα οποία πρέπει να εκτιμηθούν κατά προσέγγιση, ώστε να υπολογιστεί ταχύτατα η σχέση ζημίας και οφέλους από την υψηλή τιμή των καυσίμων.
Μεγάλο πλέον τμήμα του πληθυσμού μετακινείται με φειδώ. «Χάνονται» τεράστια ποσά από τον φόρο επί των καυσίμων, η κατανάλωση των οποίων φθίνει διαρκώς. Υφίσταται πλήγμα ο εσωτερικός τουρισμός, καθώς επίσης και πλήθος επιχειρήσεων κατά το μήκος των εθνικών, επαρχιακών οδών και των αυτοκινητοδρόμων. Η πρώτη εντύπωση, που δημιουργείται στον πολίτη είναι, ότι το κράτος χάνει περισσότερα χρήματα απ’ ότι κερδίζει από την αυξημένη φορολογία των καυσίμων και έχει πρόσθετες δημοσιονομικές απώλειες από τις μειωμένες καταναλώσεις επιχειρήσεων συντήρησης οχημάτων, τροφοδοσίας καυσίμων, μικρών και μεγάλων μονάδων σίτισης, καθώς και ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Απλοϊκή έκφραση είναι αυτή συμπολίτη μου, ο οποίος μου δήλωσε προ ημερών «Μέτρησε ποτέ κανείς εκεί κάτω τη σχέση ζημίας και οφέλους από τις υπερτιμολογήσεις των καυσίμων; Μέτρησε κανείς τη ζημία, που δημιουργείται στο κοινωνικό σύνολο αλλά και στο Δημόσιο από την υπερφορολόγηση αυτή στη σημερινή συγκυρία, όπου οικονομικά εξαντλημένοι πολίτες καταθέτουν μαζικά πινακίδες αυτοκινήτων, έχουν σχεδόν μηδενίσει την κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης και δεν έχουν κανένα απολύτως κίνητρο μετακίνησης και κατανάλωσης καυσίμου είτε για κίνηση είτε για θέρμανση;».
Και καταλήγει υποστηρίζοντας ότι: «Εξέθεσα ελάχιστα σημεία του όλου προβληματισμού μου σε σχέση με την πολιτική φορολόγησης των καυσίμων. Θεωρώ, ότι είναι απολύτως αναγκαίο για δημοσιονομικούς και κοινωνικούς λόγους, να μελετηθεί αμέσως το θέμα τιμολόγησης κυρίως πετρελαίου και βενζίνης. Διότι έχω σχεδόν την πεποίθηση, ότι η οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική ζημία είναι απείρως μεγαλύτερη από το θεωρούμενο όφελος της υψηλής φορολόγησης τους. Θα ήμουν ο ίδιος ιδιαίτερα ευτυχής, προκειμένου να μεταφέρω και στους συμπολίτες μου στα πλαίσια της θεσμικής μου αρμοδιότητας, εάν είχα τεκμηριωμένη απάντηση, ότι η σχέση ζημίας και οφέλους με τη διατηρούμενη πολιτική στα καύσιμα “κλείνει” προς την πλευρά έστω και μικρού οφέλους από τη διατήρηση της υψηλής φορολογίας τους. Η προσωπική μου προσέγγιση μέχρι τώρα είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θεωρώ δε πώς ότι συμβαίνει είναι άκρως επιζήμιο για τη Χώρα και τους κατοίκους της, όπως επίσης και για το Δημόσιο και τους φορολογούμενους πολίτες».