agrotikanew 18-08-2013
Η μηδική θεωρείται η «βασίλισσα» των χορτοδοτικών φυτών. Η καλλιεργούμενη έκταση στην Ελλάδα κυμαίνεται περί τα 1.100.000 στρέμματα (ΕΛΣΤΑΤ 2009), καταλαμβάνοντας >60% των εκτάσεων για παραγωγή σανού και >80% των σανοδοτικών ψυχανθών (Βαΐτσης 1996). Η απόδοση της αρδευόμενης μηδικής για σανό είναι 1200-3000 κιλά/στρέμμα και της ξηρικής, 400-1500 κιλά/στρέμμα (Κοντσιώτου 2005).
Καλλιεργείται,
κυρίως, σε γόνιμες και αρδευόμενες
εκτάσεις. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε
ορεινές περιοχές λόγω αντοχής στο ψύχος.
Η ικανότητας της να προσλαμβάνει νερό
από βαθύτερα στρώματα του εδάφους
επιτρέπει την καλλιέργειά της ως ξηρική.
Ωστόσο, η ξηρική μηδική καταλαμβάνει
μόνο το 30% των εκτάσεων εντοπιζόμενη,
κυρίως, σε Θράκη και Ήπειρο. Η καλλιέργεια
της ξηρικής μηδικής μπορεί να επεκταθεί
με την κατάλληλη διαχείριση και επιλογή
ποικιλιών, μπαίνοντας στο σύστημα
αμειψισποράς των χειμερινών σιτηρών,
όταν αυτά αποτελούν μονοκαλλιέργεια
(Βαΐτσης κά 1994). Η μηδική είναι μια άριστη
χονδροειδής ζωοτροφή, η οποία πλεονεκτεί
από τα άλλα χορτοδοτικά λόγω της υψηλής
συγκέντρωσης πρωτεΐνης, της υψηλής
μεταβολικής ενεργειας και πεπτικότητας
και του χαμηλού ποσοστού Ινωδών ουσιών
(Πίνακας 1). Η μηδική διέρχεται ταχύτερα
από το στομάχι του μηρυκαστικού, που
καταναλώνει περισσότερη τροφή στο ίδιο
χρονικό διάστημα και παράγει περισσότερο.
Πίνακας 1. Θρεπτική αξία χόρτου μηδικής σε σχέση με άλλες χορτοδοτικές καλλιέργειες. | ||||
Καλλιέργειες |
*ΟΑΟ
(%)
|
Μεταβολική ενέργεια
(MJ/kg
ΞΟ)
|
Πεπτή
ΞΟ
(%)
|
Ινώδεις
ουσίες
(%)
|
Μηδική |
20,2
|
9,5
|
65
|
43
|
Τριφύλλια |
15,8
|
9,1
|
62
|
50
|
Χειμερ. σιτηρά |
7,0
|
8,9
|
60
|
59
|
Αγρωστώδη |
10,6
|
8,7
|
60
|
64
|
*Ολικές Αζωτούχες
Ουσίες
|
Η ενσίρωση της μηδικής αποκτά μεγάλη
σημασία τους ψυχρούς μήνες ή σε βροχερές
περιόδους, όταν η ξήρανση του χόρτου
για σανό είναι αδύνατη ή αν γίνει, η
ποιότητα είναι υποβαθμισμένη. Το ενσίρωμα
μηδικής είναι υψηλότερης πεπτικότητας
και πρωτεϊνικής σύνθεσης, ενώ οι απώλειες
του σε ξηρά ουσία είναι μικρότερες κατά
τη συγκομιδή. Ειδικότερα, όσον αφορά
τις απώλειες σε ξηρά ουσία, στο σανό
(συγκομιδή και ξήρανση) μπορεί να υπερβούν
το 20%, ενώ στην ενσίρωση κυμαίνονται στο
7%. Στις ΗΠΑ βρέθηκε ότι, για δεδομένη
επιφάνεια αγρού, η ενσίρωση μηδικής
έδωσε υψηλότερες αποδόσεις σε
γάλα/ημέρα/αγελάδα σε σχέση με το σανό,
όταν η σύγκριση έγινε σε διαφορετικά
στάδια συγκομιδής.
Το χόρτο που προορίζεται για ενσίρωση
συγκομίζεται 1-2 ημέρες νωρίτερα, με
αποτέλεσμα η άρδευση να γίνεται
εγκαιρότερα και να αυξάνεται η απόδοση.
Ενσίρωμα μηδικής άριστης ποιότητας
θεωρείται αυτό με μεταβολική ενέργεια
≥9,5 MJ/kg ΞΟ
και μπορεί να αντικαταστήσει ένα ποσοστό
των χειμερινών σιτηρών.
Στον Πίνακα 2 παρουσιάζεται ανάλυση της
θρεπτικής αξίας χόρτου μηδικής υψηλής
ποιότητας.
Πίνακας 2. Θρεπτική αξία χόρτου μηδικής υψηλής ποιότητας. | |
Πεπτικότητα (%) |
≥65
|
Μεταβολική ενέργεια (MJ/kg ΞΟ) |
9
|
Ολική πρωτεΐνη (% ΞΟ) |
≥19
|
ADF (%) |
30
|
NDF (%)
|
40
|
Πηγή: Lattimore (2008) |
Η παραγωγή
ενσιρώματος μηδικής είναι αρκετά δύσκολη
γιατί το χόρτο της έχει υψηλή αντίσταση
στον υποβιβασμό του pH και
χαμηλή περιεκτικότητα σε Διαλυτά
Σάκχαρα. Η εφαρμογή μάρανσης βοηθάει
να ξεπεραστούν τα προβλήματα αυξάνοντας
την Ξηρά Ουσία και τα Διαλυτά Σάκχαρα.
Αν δεν γίνει μάρανση, το ενσίρωμα έχει
υψηλό ποσοστό υγρασίας και χαμηλά
Διαλυτά Σάκχαρα, με συνέπεια να
κυριαρχήσουν ανεπιθύμητα βακτήρια, να
γίνει κακή ζύμωση και να παραχθεί
υποβαθμισμένο ενσίρωμα (ασταθές, με
μικρή διάρκεια συντήρησης και κακή
γεύση). Η μάρανση πρέπει να είναι ταχεία
και αποτελεσματική για να μειωθούν οι
απώλειες. Σήμερα, με τη χρήση σύγχρονης
τεχνολογίας στο θερισμό και τη μάρανση
μπορεί να παραχθεί ενσίρωμα άριστης
ποιότητας.
Επιλογή
κατάλληλης ποικιλίας
Υπάρχει
διαθέσιμος μεγάλος αριθμός εμπορικών
ποικιλιών μηδικής, με μεγάλες διαφορές
ως προς τον τρόπο βλάστησης, την ανάπτυξη
της ρίζας, την ανοχή σε ασθένειες, το
ψύχος και την ξηρασία. Η επιλογή της
κατάλληλης ποικιλίας πρέπει να βασίζεται
σε δεδομένα που αφορούν το δυναμικό
απόδοσης, την προσαρμοστικότητα, τη
διάρκεια ζωής, τη διαχείριση και την
ποιότητα. Υπάρχουν ποικιλίες με λεπτά
στελέχη, υψηλή αναλογία φύλλων/στελεχών
και καλή διατήρηση της φυλλικής επιφανείας
(Εικόνα
1).
Εικόνα
1. Η «ιδανική» ποικιλία μηδικής έχει
υψηλή αναλογία φύλλων/στελεχών, καλή
διατήρηση της φυλλικής επιφανείας και
πολύ σημαντικό «ανοχή
σε ασθένειες και εχθρούς».
Ποικιλίες
που εισάγονται από το εξωτερικό ως
αποδοτικές, στην Ελλάδα, λόγω μεγάλων
διαφορών στις εδαφοκλιματικές συνθήκες,
μπορεί να μην αποδώσουν τα αναμενόμενα.
Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι
στην ελληνική αγορά κυριαρχούν ποικιλίες
που επιλέχθηκαν εγχωρίως. Σε κάθε
περίπτωση πρέπει να σπέρνεται σπόρος
πιστοποιημένος, υψηλής ποιότητας γιατί
το κόστος αγοράς, υπερκαλύπτεται από
τα πλεονεκτήματα του, ιδιαίτερα, σε μια
πολυετή καλλιέργεια όπως η μηδική.
Ο λήθαργος
της μηδικής, σε σχέση με την περιοχή που
καλλιεργείται, καθορίζει τη συμπεριφορά
της ποικιλίας ως προς τη διάρκεια του
βιολογικού κύκλου. Η διάρκεια του
λήθαργου καθορίζεται από τη θερμοκρασία
αλλά και τη διάρκεια της ημέρας
(φωτοπερίοδος). Η μηδική αυξάνεται όλο
το χρόνο αλλά την άνοιξη και το καλοκαίρι
η αύξηση είναι ταχεία (10 κιλά Ξηρά
Ουσία/στρέμμα/ημέρα). Το χειμώνα και το
φθινόπωρο, η αύξηση είναι μικρή, εφόσον
τα φυτά δεν έχουν μπει σε λήθαργο. Εκτός
από τη θερμοκρασία και τη διάρκεια της
ημέρας, ο γενότυπος καθορίζει το ρυθμό
αύξησης των ποικιλιών κατά τους μήνες
των χαμηλών θερμοκρασιών. Όσον αφορά
το λήθαργο, οι ποικιλίες κατατάσσονται
σε μια κλίμακα από 1-9 (1= έντονος λήθαργος,
9= καθόλου λήθαργος) και οι κυριότεροι
τύποι είναι οι παρακάτω:
- Κοιμώμενες ποικιλίες (3) δεν παρουσιάζουν αύξηση από το φθινόπωρο έως την άνοιξη.
- Ημι-κοιμώμενες ποικιλίες (5-6) έχουν αργή αύξηση από νωρίς το φθινόπωρο έως την άνοιξη.
- Μη-κοιμώμενες ποικιλίες (7-8) έχουν μακρά αυξητική περίοδο και είναι ενεργές το χειμώνα.
- Συνεχώς μη-κοιμώμενες ποικιλίες (9-10) είναι φυτά ενεργά όλο το χρόνο ακόμη και το χειμώνα.
Οι μη-κοιμώμενες
ποικιλίες αποδίδουν το 20% της παραγωγής
τους από το φθινόπωρο έως την άνοιξη,
ενώ οι κοιμώμενες μόλις το 5%. Τα
χαρακτηριστικά της κάθε κατηγορίας
συνοψίζονται παρακάτω:
Κοιμώμενες
ποικιλίες
- Έχουν αργή αύξηση το χειμώνα και ταχεία την άνοιξη και το καλοκαίρι.
- Υψηλή αναλογία φύλλων/στελεχών και εντονότερη διακλάδωση.
- Έχουν μεγάλες κεφαλές που φύονται χαμηλά στο έδαφος, είναι ανεκτικότερες στη βόσκηση και τη χαμηλή, σε ύψος, κοπή.
- Είναι ανεκτικές σε ασθένειες φυλλώματος.
- Παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κατάλληλο για συγκομιδή στάδιο.
- Έχουν άριστη προσαρμογή σε πολυετείς, αρδευόμενους ή ξηρικούς μηδικεώνες.
Μη-κοιμώμενες
ποικιλίες
- Είναι έντονα δραστήριες όλο το χρόνο αλλά σε σχέση με τις κοιμώμενες, έχουν πολύ υψηλότερη αύξηση αργά το φθινόπωρο έως νωρίς την άνοιξη.
- Ως νεαρά φυτάρια είναι ζωηρά και εγκαθίστανται γρήγορα.
- Οι κεφαλές είναι μικρότερες (λιγότεροι βλαστοί) και φύονται ψηλότερα από το έδαφος σε σχέση με τις κοιμώμενες.
- Έχουν μεγαλύτερη παραγωγή τα τρία πρώτα έτη σε σχέση με τις κοιμώμενες.
- Αναβλαστάνουν γρήγορα μετά από κοπή.
- Μπορούν να σπαρθούν αργά το φθινόπωρο ή το χειμώνα.
- Είναι φυτά ευαίσθητα στους παγετούς.
- Έχουν σύντομη παραγωγική ζωή.
- Είναι κατάλληλες για όψιμη σπορά το φθινόπωρο, για προσωρινούς, αρδευόμενους μηδικεώνες, σε θερμές περιοχές με μεγάλο βιολογικό κύκλο, για ετήσιους λειμώνες και μείγματα βόσκησης, για αμειψισπορά με χειμερινά σιτηρά ή όπου απαιτείται εμπλουτισμός του εδάφους με άζωτο.
Ενδιαμέσως
κατατάσσονται οι ημι-κοιμώμενες (5-6)
ποικιλίες, οι οποίες είναι ανθεκτικές
σε χαμηλές θερμοκρασίες και ασθένειες
και έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Σε
θερμές περιοχές μπορούν να καλλιεργηθούν
μη-κοιμώμενες αρκεί να γίνεται κατάλληλη
διαχείριση. Σε μη-κοιμώμενη ποικιλία
δεν πρέπει να γίνεται αυστηρή κοπή το
χειμώνα γιατί μειώνονται τα αποθέματα
των υδατανθράκων στις ρίζες και τις
κεφαλές και το φυτό εξαντλείται. Το ύψος
κοπής, επίσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλό,
γιατί οι υπερυψωμένες κεφαλές τους
είναι ευαίσθητες στη χαμηλή κοπή και
βόσκηση.
Μερικές
ποικιλίες επιλέγονται με βάση ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά όπως η καλύτερη προσαρμογή
σε αλατούχα εδάφη, η χαμηλή συγκέντρωση
σε σαπωνίνες (ουσίες που προκαλούν
«τυμπανισμό» στα ζώα), η υψηλή πεπτικότητα,
το υψηλό ποσοστό αζωτοδέσμευσης και η
ανοχή στο πάτημα. Επίσης, ποικιλίες με
πέντε φυλλάρια ανά σύνθετο φύλλο (αντί
των τριών) δοκιμάστηκαν για υψηλότερη
πεπτικότητα.
Καλλιεργητική
τεχνική
Η καλή
εγκατάσταση είναι πολύ σημαντική για
τη διασφάλιση υψηλών αποδόσεων. Γι’
αυτό, πριν την εγκατάσταση πρέπει να
επιλεγεί το κατάλληλο έδαφος, το σύστημα
άρδευσης και η αμειψισπορά.
Έδαφος
Η μηδική
προτιμά εδάφη με ουδέτερη αντίδραση
(pH 6,5-7,5), πλούσια σε Ca,
ελαφράς συστάσεως, βαθιά και επαρκώς
εφοδιασμένα με θρεπτικά. Αν το έδαφος
έχει pH <6,4 πρέπει να γίνει
ασβέστωση, ενώ σε εδάφη με pH
<5 πρέπει να αποφεύγεται η καλλιέργεια
μηδικής (υποφέρει από τοξικότητα Al).
Με την εντατική κοπή, την πολυετή
καλλιέργεια και τη συνεχή απομάκρυνση
Ca, το pH
μπορεί να υποβιβαστεί, οπότε απαιτείται
προσθήκη Ca. Τα εδάφη με
υψηλά pH (>8,5) δεν ενδείκνυνται
για την καλλιέργεια και το πρόβλημα
επιδεινώνεται όταν το νερό της άρδευσης
έχει υψηλή συγκέντρωση αλάτων. Δεν
πρέπει να καλλιεργείται σε εδάφη
συνεκτικά και με κακή στράγγιση. Σε
εδάφη που σχηματίζουν επιφανειακή
κρούστα πρέπει να αποφεύγεται η σπορά
την άνοιξη ή να αρδεύονται τακτικά και
με μικρές ποσότητες νερού, σε αντίθετη
περίπτωση είναι πιθανή η αποτυχία
φυτρώματος . Σε αλατούχα εδάφη μπορεί
να εμφανιστούν προβλήματα κατά το
φύτρωμα, γι’ αυτό πρέπει να γίνεται
άρδευση με μεγάλες ποσότητες νερού,
ώστε να απομακρυνθούν τα άλατα. Το
πρόβλημα των αλάτων περιορίζεται όταν
η μηδική ακολουθεί στο σύστημα αμειψισποράς
το ρύζι, όπου η συνεχής κατάκλυση εκπλύνει
τα άλατα. Η μηδική αξιοποιεί καλύτερα
εδάφη οριακά από άποψη γονιμότητας, σε
σχέση με σιτηρά ή βίκο, αρκεί να μην
έχουν πολύ χαμηλό pH και έλλειψη Ca.
Λίπανση
Οι διαδοχικές
κοπές και ο πολυετής χαρακτήρας της
καλλιέργειας απομακρύνουν μεγάλες
ποσότητες θρεπτικών που πρέπει να
αντικαθίστανται. Η ποσότητα θρεπτικών
που απομακρύνεται εξαρτάται από την
απόδοση, την ποικιλία και τις εδαφοκλιματικές
συνθήκες. Όσον αφορά το άζωτο, η μηδική
απαιτεί μικρή ποσότητα κατά τη σπορά
(2-3κιλά άζωτο/στρέμμα) και μόνο σε πτωχά
εδάφη. Οι ανάγκες σε άζωτο καλύπτονται
από τη συμβιωτική αζωτοδέσμευση. Προσθήκη
αζώτου σε εγκατεστημένη φυτεία ευνοεί
την ανάπτυξη ζιζανίων.
Όσον αφορά
τα υπόλοιπα λιπαντικά στοιχεία, κατά
το πρώτο έτος χορηγούνται 9-12 κιλά
φωσφόρου P2O5/στρέμμα,
με ενσωμάτωση πριν τη σπορά. Τα επόμενα
έτη χορηγείται η ίδια ποσότητα, το
χειμώνα όταν η μηδική είναι σε λήθαργο.
Κάλιο και μαγνήσιο προστίθενται μόνο
όταν διαπιστωθεί έλλειψη.
Σπορά
Σε περιοχές
με ήπιο χειμώνα και χωρίς μεγάλο πρόβλημα
ζιζανίων, η σπορά γίνεται έγκαιρα το
φθινόπωρο, για να εγκατασταθεί η
καλλιέργεια πριν τους παγετούς (έξι
βδομάδες, τουλάχιστον). Η ανοιξιάτικη
σπορά αρχίζει το Φεβρουάριο στις θερμές,
νότιες περιοχές και διαρκεί ως τις αρχές
Απριλίου στις βόρειες. Για το φύτρωμα,
η θερμοκρασία πρέπει να σταθεροποιηθεί
στους 6-7⁰C, με άριστη
θερμοκρασία τους 15-25⁰C.
Η ποσότητα του σπόρου σποράς κυμαίνεται
από 1,5kg έως 3,0kg
και εξαρτάται από τη φυτρωτική ικανότητα,
το βάρος χιλίων σπόρων (για τις «Υπάτη»,
«Υλίκη» 450-500 σπόροι/γραμμάριο), το ποσοστό
σκληρών σπόρων και την ποιότητα της
σποροκλίνης. Ο στόχος είναι, σε αρδευόμενη
καλλιέργεια, να εγκατασταθούν >270
φυτά/τετραγωνικό μέτρο και στο
τέλος του 1ου έτους να υπάρχουν
160-270 φυτά/τετραγωνικό μέτρο. Αν ο σπόρος
είναι πιστοποιημένος, ποσότητα 1,0-1,5κιλά
δίνει, τουλάχιστον, 500 σπόρους/ τετραγωνικό
μέτρο. Το ποσοστό των φυτών που επιβιώνει
τον πρώτο χρόνο ανέρχεται σε 25-50% του
σπόρου που σπάρθηκε, λόγω της έλλειψης
νερού, του ανταγωνισμού με ζιζάνια, τις
ασθένειες κτλ. Θεωρητικά, ποσότητα
σπόρου 1,0-1,5 κιλά/στρέμμα είναι δυνατόν
επαρκής για να επιτευχθεί ικανοποιητική
πυκνότητα. Στην πράξη, όμως, σπέρνονται
2,5-3,0 κιλά ή περισσότερα, λόγω χρήσης
σπαρτικών με ανομοιόμορφη κατανομή
μικρών ποσοτήτων σπόρου. Η πυκνή σπορά
έχει το πλεονέκτημα της υψηλότερης
απόδοσης το πρώτο έτος αλλά τα φυτά,
λόγω ανταγωνισμού για φως, θρεπτικά και
νερό, είναι πιο ευαίσθητα στις καταπονήσεις
και μειώνεται γρήγορα ο πληθυσμός τους.
Σε καλλιέργεια
βιολογικής διαχείρισης, η πυκνότητα
πρέπει να είναι υψηλότερη, για
αποτελεσματικότερο ανταγωνισμό έναντια
στα ζιζάνια. Σε ξηρική καλλιέργεια, η
πυκνότητα πρέπει να είναι πολύ μικρότερη
(44 σπόροι/ τετραγωνικό μέτρο). Mε
απώλειες 30-50%, τo πρώτο
έτος επιβιώνουν 12-22 φυτά/ τετραγωνικό
μέτρο. Τα επόμενα έτη θα μειωθούν σε 5-8
φυτά/ τετραγωνικό μέτρο, πληθυσμός
επαρκής για περιοχές με 350-400mm
βροχόπτωσης. Η σπορά γίνεται σε γραμμές
αποστάσεων 18-22εκ. για αρδευόμενη και
25cm για ξηρική καλλιέργεια,
με βάθος σποράς τα 10-15 χλιοστά.
Με την πάροδο
των ετών, ο πληθυσμός των φυτών μειώνεται
και σε αρδευόμενη καλλιέργεια, αν είναι
μικρότερος από 40 φυτά/ τετραγωνικό μέτρο
ή 400 βλαστοί/ τετραγωνικό μέτρο, η
καλλιέργεια δεν είναι πλέον οικονομικά
αποδοτική όπως φαίνεται στον Πίνακα 3.
Σε ξηρική καλλιέργεια, ο πληθυσμός
μπορεί να μειωθεί κάτω από τα 6 φυτά/
τετραγωνικό μέτρο, οπότε κυριαρχούν τα
ζιζάνια και υποβαθμίζεται η ποιότητα
του παραγόμενου χόρτου. Σε τέτοια
περίπτωση, η καλλιέργεια πρέπει να
εγκαταλείπεται.
Πίνακας 3. Συνιστώμενη πυκνότητα (φυτά/ τετραγωνικό μέτρο) για τη διατήρηση ικανοποιητικής απόδοσης σε αρδευόμενη μηδική διαφόρων ηλικιών. | ||
Εγκατάσταση |
>270
|
Υψηλή πυκνότητα |
Τέλος 1ου έτους |
160-270
|
Ικανοποιητική πυκνότητα |
Τέλος 2ου έτους |
108-160
|
Μειωμένη αλλά αποδοτική |
3ο-4ο έτος |
64-108
|
Χαμηλή, απαιτείται συμπληρωματική σπορά (αναχλόωση) |
≥5ο έτος |
32-54
|
Απαιτείται επανασπορά |
Πηγή: Canevari κά (2000) |
Αντιμετώπιση
ζιζανίων
Ο αποτελεσματικός
έλεγχος των ζιζανίων είναι κρίσιμος
για την παραγωγή «καθαρής» ενσίρωση.
Αν υπάρχουν πολλά αγρωστώδη ζιζάνια, η
κοπή πρέπει να γίνει όταν τα ζιζάνια
είναι στο στάδιο του φουσκώματος, ώστε
να διασφαλιστεί η καλή ζύμωση. Τα ζιζάνια
είναι ανταγωνιστικά έναντι της μηδικής
κατά το έτος πρώτης εγκατάστασης. Μετά,
η μηδική τα ανταγωνίζεται αποτελεσματικά
και τα καταπνίγει. Η ανοιξιάτικη σπορά
πρέπει να είναι κατά το δυνατόν πρωιμότερη
γιατί η μηδική φυτρώνει σε χαμηλές, για
το φύτρωμα των ζιζανίων, θερμοκρασίες.
Τα πολυετή ζιζάνια είναι καλύτερα να
καταπολεμούνται το φθινόπωρο, πριν τη
σπορά. Εφαρμογές ζιζανιοκτόνων γίνονται
συνήθως στα τέλη φθινοπώρου ή τις αρχές
του χειμώνα καθώς και μετά την πρώτη ή
δεύτερη κοπή. Η βόσκηση για τον έλεγχο
των ζιζανίων δεν συνιστάται αφού είναι
επιζήμια για την παραγωγικότητα και τη
διάρκεια ζωής της καλλιέργειας. Ιδιαίτερα
κατά τη χειμερινή περίοδο, η βόσκηση με
πρόβατα σε καλλιέργειες που βρίσκονται
σε λήθαργο μπορεί να προκαλέσει
προβλήματα, λόγω καταστροφής των κεφαλών.
Ελαφρά βόσκηση μπορεί να γίνει σε
καλλιέργειες με ικανοποιητική ανάπτυξη
ή όταν η ποικιλία δεν πέφτει σε λήθαργο.
Αντιμετώπιση
εντόμων-ασθενειών
Γίνονται
εφαρμογές εγκεκριμένων φυτοπροστατευτικών
και τηρούνται οι προβλεπόμενες ημερομηνίες
μεταξύ της συγκομιδής και της τελευταίας
εφαρμογής. Η ενσίρωση έχει το πλεονέκτημα
της απομάκρυνσης πολλών εντόμων (πχ
αφίδες), κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για
μηδική βιολογικής καλλιέργειας.
Προσοχή
απαιτείται κατά τη μετακίνηση των
μηχανημάτων από αγρό σε αγρό, για την
αποφυγή μετάδοσης ασθενειών και της
κουσκούτας. Γι’ αυτό, απαιτείται καλός
καθαρισμός των μηχανημάτων.
Άρδευση
Σε συνθήκες
έλλειψης νερού, η καλλιέργεια αναπτύσσει
βαθύ ριζικό σύστημα ή πέφτει σε λήθαργο
και αναβλαστάνει όταν η διαθεσιμότητα
του νερού αποκατασταθεί. Σε πολύ ξηρές
περιόδους, η μηδική υπερτερεί σε σχέση
με τη δακτυλίδα και τη φεστούκα, λόγω
της ταχύτερης αναβλάστησης μετά το
πέρας της ξηρασίας (Βαΐτσης 1987). Η μηδική
δεν ανέχεται την κατάκλυση του εδάφους
με νερό. Οι πρώτες αρδεύσεις αρχίζουν
με τη σπορά και ακολουθούν 1-2 αρδεύσεις
την άνοιξη και 2-3 το καλοκαίρι, μετά από
κάθε κοπή. Με κάθε άρδευση χορηγούνται
80-120m3 (80-120mm νερού). Η άρδευση με
καταιονισμό (τεχνητή βροχή) πλεονεκτεί
έναντι της κατάκλυσης . Άρδευση μία
εβδομάδα πριν την κοπή αυξάνει την
απόδοση.
Ειδικότερα,
για το σχεδιασμό των αρδεύσεων πρέπει
να λαμβάνονται υπόψη η μηχανική σύσταση
του εδάφους και οι απαιτήσεις της
καλλιέργειας, ανάλογα με την ηλικία. Οι
αρδεύσεις γίνονται όταν εμφανιστούν
οι πρώτες ενδείξεις καταπόνησης, όπως
βαθύ πράσινο χρώμα του φυλλώματος. Σε
ελαφρά εδάφη, οι αρδεύσεις είναι
συχνότερες, με μικρές δόσεις νερού ενώ
σε βαριά εδάφη χορηγούνται μεγαλύτερες
ποσότητες νερού, σε μεγαλύτερα διαστήματα.
Αμειψισπορά
και συγκαλλιέργεια
Η παραμονή
της μηδική στον αγρό για 4-5 έτη βελτιώνει
το πορώδες και εμπλουτίζει το έδαφος
με οργανική ουσία και Ν. Το βαθύ της
ριζικό σύστημα αξιοποιεί θρεπτικά που
βρίσκονται σε βαθύτερα στρώματα του
εδάφους, τα οποία δεν μπορούν να
αξιοποιηθούν από άλλες καλλιέργειες.
Η μηδική αποτελεί άριστο προηγούμενο
για καλλιέργειες που απαιτούν μεγάλες
ποσότητες Ν. Συνήθως, εναλλάσσεται με
καλαμπόκι (άριστη επιλογή), βαμβάκι ή
χειμερινά σιτηρά. Ωστόσο, μετά από μηδική
δεν πρέπει να ακολουθούν ζαχαρότευτλα
επειδή η μεγάλη ποσότητα υπολειμματικού
Ν υποβαθμίζει την ποιότητά τους (μείωση
ζαχαρικού τίτλου και αύξηση μελασογόνων
ουσιών) και αυξάνει την ένταση προσβολής
από παθογόνα (κερκόσπορα, σήψεις ριζών
από Rhizoctonia violacea).
Επίσης, με τις συνεχείς κοπές ελέγχονται
πολυετή, δυσκολοεξόντωτα ζιζάνια των
σκαλιστικών καλλιεργειών. Η ξηρική
μηδική μπορεί να εξαντλήσει τα αποθέματα
του εδαφικού νερού, χωρίς αυτό να αποτελεί
πρόβλημα για τα χειμερινά σιτηρά που
ακολουθούν, τα οποία εκμεταλλεύονται
το επιφανειακό στρώμα του εδάφους που
αναπληρώνεται εύκολα με τις βροχές του
χειμώνα. Όταν ακολουθούν χειμερινά
σιτηρά πρέπει να επιλέγονται ποικιλίες
ανθεκτικές στο πλάγιασμα, λόγω της
υψηλής συγκέντρωσης υπολειμματικού Ν.
Η συγκαλλιέργεια
μηδικής με αγρωστώδη ή ψυχανθή αυξάνει
τη σταθερότητα των αποδόσεων, βελτιώνει
την ποιότητα, προστατεύει τα νεαρά φυτά
μηδικής από ανέμους και παγετούς και
περιορίζει τη διάβρωση του εδάφους. Τα
αγρωστώδη αυξάνουν τα ΔΣ στο ενσίρωμα,
με αποτέλεσμα η ζύμωση να είναι καλύτερη,
ενώ μειώνεται και το πρόβλημα του
φουσκώματος των ζώων κατά τη βόσκηση.
Έχουν
δοκιμαστεί διάφορα αγρωστώδη (δακτυλίδα,
φεστούκα) και ψυχανθή (αλεξανδρινό
τριφύλλι, περσικό τριφύλλι, μπιζέλι) σε
συγκαλλιέργεια με μηδική. Απ’ αυτά, το
αλεξανδρινό τριφύλλι δίνει καλή απόδοση
το πρώτο έτος, χωρίς να μειώνει τη
μακροζωία της μηδικής. Αντίθετα, το
περσικό τριφύλλλι μειώνει τις αποδόσεις
της μηδικής μετά το πρώτο έτος (Βαΐτσης
κά 1994). Επίσης, ο συνδυασμός μηδικής-φεστούκας
είναι καλός και μπορεί να χρησιμοποιηθεί
για βόσκηση, ενσίρωση ή και τις δύο
χρήσεις, ταυτόχρονα (Βαΐτσης 1987). Σε
συγκαλλιέργεια μηδικής με χειμερινά
σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη), τα δεύτερα
δεν πρέπει να σπέρνονται το φθινόπωρο,
μαζί με τη μηδική, γιατί την ανταγωνίζονται
ισχυρά (Κοντσιώτου 2005). Καλύτερα
αποτελέσματα έδωσαν οι σπορές μηδικής
το φθινόπωρο που ακολουθούνταν από
ανοιξιάτικη σπορά του σιτηρού. Το σιτηρό
κόβεται για χόρτο και η καλλιέργεια της
μηδική απελευθερώνεται και αναπτύσσεται.
Ένας αποτελεσματικός τρόπος συγκαλλιέργειας
είναι να σπαρθεί λόλιο ή άλλο ετήσιο
αγρωστώδες, το τελευταίο έτος της
μηδικής, όταν μειώνεται η παραγωγικότητά
της (λιγότερα από 45-50 φυτά/ τετραγωνικό
μέτρο). Σ’ αυτήν την περίπτωση, η σπορά
γίνεται απευθείας με ειδικές μηχανές
ή με ελαφρά, επιφανειακή κατεργασία του
εδάφους.
Γενικά, το
συγκαλλιεργούμενο είδος πρέπει να
σπέρνεται με τη μισή ποσότητα σπόρου
απ’ αυτή που θα σπερνόταν σε αμιγή
καλλιέργεια. Μπορεί να γίνει ελαφρά
βόσκηση την άνοιξη, όταν η βλάστηση
είναι επαρκώς αναπτυγμένη. Η κοπή για
ενσίρωση γίνεται νωρίς και σε στάδιο
κατάλληλο για το αγρωστώδες, ώστε η
μηδική να απελευθερωθεί εγκαίρως από
την πίεση του ανταγωνισμού. Η ποικιλία
μηδικής πρέπει να είναι μη-κοιμώμενη
για να γίνει γρήγορη εγκατάσταση της
φυτείας και να πρωιμίσει η καλλιέργεια.
Συγκαλλιέργεια δεν συστήνεται όταν η
μηδική είναι ξηρική, γιατί τα
συγκαλλιεργούμενα είδη ανταγωνίζονται
ισχυρά τη μηδική αφού αναπτύσσονται
ταχύτερα, ιδιαίτερα, σε ψυχρές περιοχές
(Κοντσιώτου 2005).
Ανανέωση
παλαιάς φυτείας
Μπορεί να
γίνει ανανέωση παλαιάς φυτείας με
ελαφρά, επιφανειακή κατεργασία του
εδάφους χωρίς, όμως, κανένα πλεονέκτημα
γιατί τραυματίζονται οι κεφαλές και
αυξάνεται η πιθανότητα προσβολής από
ασθένειες. Μετά το πέρας της παραγωγικής
ζωής μιας φυτείας, πολλοί παραγωγοί
σπέρνουν το ίδιο χωράφι με μηδική, με
απευθείας σπορά. Όμως, αυτή η πρακτική
δεν έχει θετικά αποτελέσματα μακροχρόνια,
γιατί η σποροκλίνη της προηγούμενης
καλλιέργειας, χωρίς κατεργασία, δεν
επιτρέπει το καλό φύτρωμα των σπόρων.
Επιπρόσθετα, τα φυτά που καταφέρνουν
να φυτρώσουν έχουν να ανταγωνιστούν τα
φυτά-εθελοντές της προηγούμενης
καλλιέργειας και τα ζιζάνια ενώ είναι
ευπαθή σε ασθένειες.
Τέλος, μπορεί
να γίνει αντικατάσταση της παλαιάς
φυτείας μετά από κανονική προετοιμασία
τους εδάφους. Σ’ αυτή την περίπτωση, η
καλλιέργεια αντιμετωπίζει προβλήματα
ασθενειών (φυτόφθορα, φουζάριο, ριζοκτόνια)
αλλά και αυτοτοξικότητας (αλληλοπάθειας).
Η αυτοτοξικότητα προκαλείται από
εκκρίσεις ουσιών από τους νεκρούς ή/και
ξηραμένους φυτικούς ιστούς (κυρίως
ρίζες και κεφαλές), οι οποίες παρεμποδίζουν
το φύτρωμα και την ανάπτυξη των νεαρών
φυταρίων.
Η σωστή
εγκατάσταση νέας φυτείας απαιτεί
αμειψισπορά, για ένα τουλάχιστον έτος,
με άλλο φυτικό είδος.
Συγκομιδή και
κατάλληλο στάδιο συγκομιδής
Το καλύτερο
στάδιο για τη συγκομιδή της μηδικής
είναι μεταξύ του τέλους του σταδίου του
μπουμπουκιού και της έναρξης της άνθισης
(Εικόνα 3).
Εικόνα 3. Μηδική στο κατάλληλο στάδιο για συγκομιδή (τέλος του σταδίου μπουμπουκιού-έναρξη της άνθισης).
Ο χρόνος
έναρξης της άνθισης επηρεάζεται, σε
μεγάλο βαθμό, από τη φωτοπερίοδο (διάρκεια
της ημέρας). Οι μη-κοιμώμενες ποικιλίες
επηρεάζονται λιγότερο, έχουν στενότερο
«παράθυρο συγκομιδής» και πρέπει να
συγκομιστούν στο άριστο στάδιο. Αν η
συγκομιδή γίνει νωρίτερα, η ποιότητα
είναι καλύτερη αλλά αποβαίνει εις βάρος
της απόδοσης και της διάρκειας ζωής της
φυτείας. Αν το διάστημα μεταξύ των κοπών
είναι μικρότερο των 30 ημερών δεν επαρκεί
για την αποθήκευση υδατανθράκων στη
ρίζα, με συνέπεια να μειώνεται η διάρκεια
ζωής της φυτείας. Συχνές κοπές οδηγούν
σε αύξηση του πληθυσμού των ζιζανίων,
αφού τα φυτά της μηδικής δεν μπορούν να
τα ανταγωνιστούν αποτελεσματικά, λόγω
μικρής ανάπτυξης.
Η νέο
εγκατασταθείσα φυτεία δεν πρέπει να
συγκομίζεται πριν την άνθιση, ώστε να
έχει το χρόνο να αυξήσει τα αποθέματα
αποθησαυριστικών ουσιών στις ρίζες,
που εξασφαλίζουν την ευρωστία των φυτών.
Η ποιότητα της μηδικής είναι υψηλότερη
την άνοιξη και χαμηλότερη το καλοκαίρι
και το φθινόπωρο. Ένας τρόπος βελτίωσης
της ποιότητας της θερινής μηδικής είναι
η αύξηση της συχνότητας κοπής. Η απόδοση
ανά κοπή μειώνεται αλλά η τελική απόδοση
παραμένει σταθερή αφού η διαφορά
καλύπτεται από μία ή δύο επιπλέον κοπές.
Ποσοστό
Ξηράς Ουσίας (%): Όταν η αποθήκευση
γίνεται σε σιρούς, η Ξηρά Ουσία (ΞΟ) είναι
35-40%, ενώ όταν γίνεται σε μπάλες ενσίρωσης,
η ΞΟ κυμαίνεται από 35% έως 50%. Αν η φυτεία
υποφέρει από έλλειψη νερού και η ΞΟ
είναι υψηλή μπορεί να μην απαιτηθεί
μάρανση.
Καιρικές
συνθήκες: Οι παραγωγοί, συνήθως,
καθυστερούν τη συγκομιδή αναμένοντας
τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών. Αυτό
είναι λάθος γιατί υποβαθμίζεται η
ποιότητα. Η ενσίρωση αποτελεί εναλλακτική
λύση στο πρόβλημα των δυσμενών καιρικών
συνθηκών. Ωστόσο, αν πρόκειται να
υποβαθμιστεί η ποιότητα, είναι προτιμότερο
να γίνει πρώιμη συγκομιδή, με την αποδοχή
ενός μικρού ποσοστού μείωσης της
απόδοσης.
Άρδευση:
Οι παραγωγοί χορηγούν 1-3 αρδεύσεις
μεταξύ των κοπών. Η τελευταία, όμως,
άρδευση πρέπει να γίνεται μερικές μόνο
ημέρες πριν την κοπή. Αυτό συμβάλει στην
ταχεία αναβλάστηση των φυτών μετά την
κοπή. Το έδαφος, μετά την άρδευση, δεν
πρέπει να είναι πολύ υγρό ώστε να
αποφευχθεί η συμπίεσή του από τα βαριά
μηχανήματα. Σε μηδικεώνες που αρδεύονται
με κατάκλυση, δεν πρέπει να γίνει άρδευση
αμέσως μετά τη συγκομιδή γιατί τα φυτά
υποφέρουν από έλλειψη Ο2 στη ρίζα
τους (αναερόβιες συνθήκες), με συνέπεια
την καθυστέρηση της αναβλάστησης. Είναι
προτιμότερο να αρχίσει η αναβλάστηση
και μετά να γίνει άρδευση, για την αποφυγή
προβλημάτων.
Ώρα της
ημέρας: Για να γίνει ταχεία μάρανση,
η κοπή γίνεται το πρωί, ώστε να αποφευχθούν
οι απώλειες. Αν οι θερμοκρασίες είναι
υψηλές, η κοπή μπορεί να γίνει το απόγευμα,
οπότε η συλλογή του χόρτου ακολουθεί
το επόμενο πρωί. Το απόγευμα, η συγκέντρωση
ΔΣ είναι υψηλότερη αλλά το πλεονέκτημα
αυτό χάνεται, λόγω της κατανάλωσης
σακχάρων με την αερόβια αναπνοή, κατά
τη διάρκεια της νύχτας. Η ώρα κοπής
πρέπει να στοχεύει στην ταχεία μάρανση,
γι’ αυτό καλύτερα να γίνεται πρωί, μετά
την απομάκρυνση της πρωινής δροσιάς.
Ύψος κοπής:
Κυμαίνεται, συνήθως, στα 5-7εκ. αλλά
πάντα σε σημείο άνωθεν των κεφαλών. Αν
αυξηθεί το ύψος, μειώνεται η απόδοση
αλλά αυξάνεται η αναλογία φύλλων/στελεχών
και επομένως, η ποιότητα. Κοπή ψηλότερα
(7-10εκ.) συμβάλει στην ταχύτερη αναβλάστηση
των φυτών αλλά αν η επόμενη κοπή γίνει
χαμηλότερα, τα νεκρά υπολείμματα
«μολύνουν» το ενσίρωμα. Πολύ χαμηλό
ύψος κοπής ζημιώνει τις κεφαλές, ιδιαίτερα
στις μη-κοιμώμενες ποικιλίες. Γι’ αυτό,
σε μη-κοιμώμενες ποικιλίες παρακολουθείται
η ανάπτυξη των οφθαλμών της κεφαλής. Η
κοπή γίνεται όταν οι οφθαλμοί της κεφαλής
αποκτήσουν μήκος ≤2-3εκ. ενώ τα φύλλα
τους δεν έχουν εκπτυχθεί τελείως. Σε
αντίθετη περίπτωση, η αναβλάστηση θα
περιοριστεί.
Αν για κάποιο
λόγο η συγκομιδή καθυστερήσει και οι
οφθαλμοί της κεφαλής αυξηθούν πολύ, η
κοπή πρέπει να γίνει στα 10cm.
Το χαμηλότερο ύψος κοπής δεν μείωσε την
τελική απόδοση όταν έγινε από τα μέσα
του σταδίου του μπουμπουκιού ως και τα
πρώτα άνθη. Αυτό οφείλεται στο ότι τα
φυτά αναπλήρωσαν τις απώλειες σε
αποθησαυριστικές ουσίες, με την προϋπόθεση
ότι δεν υπέστησαν ζημιά οι αναβλαστάνοντες
οφθαλμοί. Η ποιότητα μειώθηκε ελαφρώς
αλλά η αύξηση της απόδοσης υπερκάλυψε
την απώλεια ποιότητας (Wiersma
κά 2001).
Συμπερασματικά,
για τον προσδιορισμό του άριστου ύψους
κοπής, πρέπει να παρακολουθείται το
μήκος των οφθαλμών της βάσης που
αναβλαστάνουν, η κοπή των οποίων θα
πρέπει να αποφευχθεί.
Ο θερισμός:
Τα μαχαίρια κοπής πρέπει να είναι κοφτερά
γιατί διαφορετικά, τα φυτά τραυματίζονται
και τα τραύματα επουλώνονται αργά, με
συνέπεια την προσβολή από ασθένειες.
Τα σύγχρονα κοπτικά φέρουν σύστημα
σύνθλιψης (conditioner) για την
επίσπευση της μάρανσης. Αν τα στελέχη
είναι πολύ χονδρά, η σύνθλιψη αυξάνει
την πεπτικότητα. Μετά την κοπή, τα φυτά
τοποθετούνται σε λωρίδες, που ανάλογα
με τις καιρικές συνθήκες είναι στενές
ή πλατιές. Συνήθως, η λωρίδα έχει το μισό
πλάτος του μαχαιριού κοπής. Αν οι συνθήκες
δεν είναι ευνοϊκές για ταχεία μάρανση,
είναι καλύτερο η λωρίδα να είναι πλατιά
για να εξατμιστεί η υγρασία ταχύτερα.
Επίσης, θερίζεται τόσο χόρτο όσο μπορεί
να συλλεχθεί, διαφορετικά οι απώλειες
είναι πολύ μεγάλες.
Εικόνα 4. Χορτοσυνθλιπτικό μηδικής. Η σύνθλιψη εξασκείται στα στελέχη και όχι στα φύλλα. Μ’ αυτό τον τρόπο μειώνονται οι απώλειες κατά τη μάρανση και ξήρανση (φωτό Massey Ferguson).
Στη
κατανόηση και εμβάθυνση στο θέμα της
ενσίρωσης και της καλλιέργειας
κτηνοτροφικών φυτών θα συμβάλει το νέο
βιβλίο
με τίτλο « Η τεχνική της ενσίρωσης και
καλλιέργεια φυτών ενσίρωσης» όπου εκτός
της μηδικής καλύπτεται η τεχνική της
ενσίρωσης και η καλλιεργητική τεχνικών
όλων των γνωστών κτηνοτροφικών φυτών.
Εκδόσεις Σύγχρονη Παιδεία, τηλ: 2310249222
(www.kordali.gr)
Δημήτρης
Μπαξεβάνος
Ερευνητής,
Ινστιτούτου Κτηνοτροφικών Φυτών &
Βοσκών Λάρισας,
Τηλ. 2410- 533811
agrotikanew