Κλειστή εδώ και μέρες η γραμμή παραγωγής των ELFE, λύση για τις καλλιέργειές τους αναζητούν οι αγρότες.
28/01/2013
Με την έλλειψη ρευστότητας των αγροτικών επιχειρήσεων να επιδρά καταλυτικά στις επιλογές των καλλιεργειών για τη νέα χρονιά, οι αγρότες της χώρας μας θα βρεθούν σύντομα αντιμέτωποι με ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα: Την προμήθεια βασικών λιπασμάτων (π.χ. νιτρικά) που είναι απαραίτητα για τη συστηματική ανάπτυξη της καλλιεργητικής προσπάθειας.
Το
πρόβλημα έρχεται από την υποτυπώδη μέχρι σήμερα λειτουργία της μοναδικής
εγχώριας βιομηχανίας λιπασμάτων (ELFE), η οποία τα τελευταία 24ωρα
απειλείται με οριστικό λουκέτο, εξαιτίας της απουσίας ισχυρού management
αλλά και των τεράστιων οφειλών (άνω των 60 εκατ. ευρώ) που παρουσιάζει
έναντι του προμηθευτή φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ). Σημειωτέον ότι το φυσικό
αέριο αποτελεί την πρώτη ύλη για την παρασκευή αμμωνίας, η οποία με τη
σειρά της είναι το βασικό συστατικό για την παραγωγή των νιτρικών
λιπασμάτων με τα οποία τροφοδοτείται η ελληνική γεωργία. Η νιτρική
αμμωνία είναι το κυρίαρχο ιχνοστοιχείο σε όλους τους τύπους λιπασμάτων
και χωρίς αυτή στην ουσία δεν υπάρχει λίπασμα.
Οι πληροφορίες από το εργοστάσιο της Νέας Καρβάλης αναφέρουν ότι το τελευταίο δεκαήμερο, με απόφαση της ΔΕΠΑ, η παροχή φυσικού αερίου είχε περιοριστεί στο 5% των αναγκών της βιομηχανίας, ενώ παραμένει ανοιχτό από στιγμή σε στιγμή το ενδεχόμενο πλήρους διακοπής της παροχής, κίνηση που θα «σβήσει» και την κύρια μονάδα παραγωγής της λιπασματοβιομηχανίας, κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ εδώ και χρόνια. Σημειωτέον ότι η επανεκκίνηση σ’ αυτή την περίπτωση κοστίζει περί τα 7 εκατ. ευρώ, ενώ σημαντική παράμετρος αποτελεί και η απώλεια χρόνου σε μια κρίσιμη περίοδο για τη δημιουργία των αναγκαίων αποθεμάτων και τον ομαλό εφοδιασμό της αγοράς.
Με δεδομένη την υψηλή ζήτηση για καλά λιπάσματα τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και διεθνώς, η Ελληνική Βιομηχανία θα μπορούσε αυτά τα χρόνια να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τη δεσπόζουσα θέση που διατηρεί στο κλάδο. Όμως, τα μεγάλα προβλήματα διοίκησης που συνδέονται με την άνοδο και πτώση της «αυτοκρατορίας» Λαυρεντιάδη, έχουν φέρει για μια ακόμη φορά τη βιομηχανία στα πρόθυρα της κατάρρευσης, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη λειτουργία της αγοράς και την υποστήριξη των παραγωγικής διαδικασίας στον αγροτικό χώρο.
Μπορεί πολλοί να φλερτάρουν με την αναπλήρωση των κενών που αφήνει πίσω της η υπολειτουργία της βιομηχανίας, είναι όμως περίπου βέβαιο ότι κανείς από τους «διαδόχους» δεν είναι σε θέση να προμηθεύσει το σύνολο των αγροτικών περιοχών της χώρας με λιπάσματα της ίδιας θρεπτικής αξίας και μ’ αυτό το κόστος.
Η πρόσφατη εμπειρία δείχνει ότι τα λιπάσματα που έρχονται σε αναπλήρωση του κενού, είτε υπολείπονται σε θρεπτική αξία είτε μειονεκτούν σοβαρά σε ότι αφορά στο κόστος για τον παραγωγό. Άλλωστε, με δεδομένη την αβεβαιότητα γύρω από την τύχη της βιομηχανίας, κανείς δεν είναι διατεθειμένος να επενδύσει σοβαρά και σε βάθος χρόνο για την κάλυψη των αναγκών της εγχώριας αγοράς με ανταγωνιστικό προϊόν.
Φόβοι για ντόμινο από την κατάρρευση των Λιπασμάτων
Σοβαρούς τριγμούς στην εγχώρια αγορά λιπασμάτων οδηγεί το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει για άλλη μια φορά μέσα σε λίγους μόνο μήνες η ELFE Ελληνικά Λιπάσματα.
Μπορεί η εταιρεία να εξασφάλισε νέα μικρή παράταση μέχρι το τέλος του μήνα για να αποπληρώσει μέρος του χρέους της προς τη ΔΕΠΑ , ωστόσο είναι κοινό μυστικό στην αγορά ότι η πάλαι ποτέ κραταιά ΒΦΛ πολύ δύσκολα θα συνεχίσει να υφίσταται με το παρόν ιδιοκτησιακό καθεστώς. Όπως αποκάλυψε σε προηγούμενα ρεπορτάζ η Agrenda, το επικρατέστερο σενάριο θέλει την εταιρεία να διχοτομείται σε ένα «καλό» κι ένα «κακό» κομμάτι –κατά τα πρότυπα του «μοντέλου ATEbank»- με το πρώτο να οδηγείται σε πώληση.
Δεδομένου ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία λιπασμάτων με κομβική θέση στην εγχώρια και στην ευρύτερη αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης καθώς επίσης και ότι η ζήτηση για λιπάσματα σε παγκόσμιο επίπεδο βαίνει αυξανόμενη, είναι αυτονόητο ότι η «καθαρή» ELFE είναι σε θέση να προσελκύσει πολλούς κι αξιόλογους «μνηστήρες». Ήδη, όπως έγραψε την προηγούμενη εβδομάδα η Agrenda, γνωστή πολυεθνική του χώρου με δραστηριότητες στην Ελλάδα έχει εκφράσει ενδιαφέρον για την εταιρεία εφόσον αυτή «απαλλαγεί» από ένα μεγάλο μέρος –τουλάχιστον- των δυσβάστακτων χρεών της. Την ELFE «καλοβλέπουν» και άλλα ηχηρά ονόματα του κλάδου από το διεθνή χώρο τα οποία διαθέτουν τα φόντα και, κυρίως, ρευστότητα ώστε να μπουν στο παιχνίδι της διεκδίκησής της.
Στην κυβέρνηση αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή την ELFE ως αναπόσπαστο κομμάτι του ενεργειακού πακέτου «ΔΕΠΑ-ΔΕΣΦΑ» κάτι που σημαίνει ότι οι εξελίξεις είναι άμεσα συνυφασμένες με το σχετικό διαγωνισμό. Όμως, το βασικό ζητούμενο για τον αγροτικό κόσμο αλλά και την ίδια την εταιρεία είναι να διασφαλιστεί με κάθε τρόπο η συνέχιση της λειτουργίας της μέχρις ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο με τη ΔΕΠΑ. Κι αυτό γιατί σε περίπτωση οριστικής διακοπής του φυσικού αερίου, το κόστος επανεκκίνησης της μονάδας αγγίζει, σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα 7 εκατ. ευρώ ενώ το χρονικό διάστημα που απαιτείται είναι μία εβδομάδα.
Οι αγρότες πληρώνουν το «μάρμαρο»
Άλλωστε, η προβληματική λειτουργία της επιχείρησης έχει ήδη αφήσει το «στίγμα» της τόσο στην περυσινή όσο και στην τρέχουσα καλλιεργητική σεζόν με δύο στοιχεία: τις ελλείψεις στην αγορά και την άνοδο των τιμών.
Αμφότερα καταγράφονται στην τελευταία κλαδική μελέτη της Hellastat η οποία κάνει λόγο για αρνητικές επιδράσεις «από την προβληματική λειτουργία της ELFE» ενώ παράλληλα διαπιστώνει ότι η «κατανάλωση υποχώρησε λόγω των υψηλών τιμών και της δεινής οικονομικής θέσης των αγροτών (μείωση εισοδήματος, περικοπή πιστώσεων, υψηλό κόστος παραγωγής)».
Ωστόσο, παρά τη μείωση της κατανάλωσης, η συνολική αξία της αγοράς αυξήθηκε λόγω «της ανοδικής πορείας των τιμών των προϊόντων κατά τη διάρκεια του έτους». Συγκεκριμένα- σημειώνει η Hellastat- ότι το 2011 προέκυψαν έντονες ανατιμήσεις, με τα κυριότερα λιπάσματα να εμφανίζουν αύξηση κατά 2 ευρώ έως 5 ευρώ το σακί σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο ενώ η άνοδος αυτή συνεχίστηκε και το 2012. Ενδεικτικά, τον Απρίλιο η διεθνής τιμή της κοκκώδους ουρίας ενισχύθηκε στα 650 δολάρια/τόνο, η prilled ουρία αυξήθηκε κατά 225 δολάρια στα 585 δολάρια τον τόνο, ενώ το UAN (διάλυμα ουρίας και νιτρικής αμμωνίας σε υγρή μορφή) διαμορφώθηκε στα 395 δολάρια τον τόνο.
Μείωση 30% στη ζήτηση
Ωστόσο, για την ελληνική αγορά το αυξημένο κόστος που κλήθηκαν να καταβάλουν οι αγρότες δεν οφείλεται μόνο στην άνοδο των διεθνών τιμών αλλά και στο γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις η «αντικατάσταση» βασικών τύπων λιπασμάτων των ELFE έγινε με πιο εξειδικευμένα προϊόντα άλλων εταιρειών, υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και, βεβαίως, ακριβότερα. Ο συνδυασμός «οικονομικής δυσπραγίας-αύξησης των τιμών» είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη μείωση της ζήτησης για λίπασμα: Βάσει εκτιμήσεων της IFA που επικαλείται η Hellastat, η συνολική κατανάλωση λιπασμάτων στη χώρα μας θα φτάσει το 2012 τους 500.000 τόνους θρεπτικών στοιχείων από 650.000 τόνους το 2010 και 708.000 τόνους το 2009.
Οι πληροφορίες από το εργοστάσιο της Νέας Καρβάλης αναφέρουν ότι το τελευταίο δεκαήμερο, με απόφαση της ΔΕΠΑ, η παροχή φυσικού αερίου είχε περιοριστεί στο 5% των αναγκών της βιομηχανίας, ενώ παραμένει ανοιχτό από στιγμή σε στιγμή το ενδεχόμενο πλήρους διακοπής της παροχής, κίνηση που θα «σβήσει» και την κύρια μονάδα παραγωγής της λιπασματοβιομηχανίας, κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ εδώ και χρόνια. Σημειωτέον ότι η επανεκκίνηση σ’ αυτή την περίπτωση κοστίζει περί τα 7 εκατ. ευρώ, ενώ σημαντική παράμετρος αποτελεί και η απώλεια χρόνου σε μια κρίσιμη περίοδο για τη δημιουργία των αναγκαίων αποθεμάτων και τον ομαλό εφοδιασμό της αγοράς.
Με δεδομένη την υψηλή ζήτηση για καλά λιπάσματα τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και διεθνώς, η Ελληνική Βιομηχανία θα μπορούσε αυτά τα χρόνια να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τη δεσπόζουσα θέση που διατηρεί στο κλάδο. Όμως, τα μεγάλα προβλήματα διοίκησης που συνδέονται με την άνοδο και πτώση της «αυτοκρατορίας» Λαυρεντιάδη, έχουν φέρει για μια ακόμη φορά τη βιομηχανία στα πρόθυρα της κατάρρευσης, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη λειτουργία της αγοράς και την υποστήριξη των παραγωγικής διαδικασίας στον αγροτικό χώρο.
Μπορεί πολλοί να φλερτάρουν με την αναπλήρωση των κενών που αφήνει πίσω της η υπολειτουργία της βιομηχανίας, είναι όμως περίπου βέβαιο ότι κανείς από τους «διαδόχους» δεν είναι σε θέση να προμηθεύσει το σύνολο των αγροτικών περιοχών της χώρας με λιπάσματα της ίδιας θρεπτικής αξίας και μ’ αυτό το κόστος.
Η πρόσφατη εμπειρία δείχνει ότι τα λιπάσματα που έρχονται σε αναπλήρωση του κενού, είτε υπολείπονται σε θρεπτική αξία είτε μειονεκτούν σοβαρά σε ότι αφορά στο κόστος για τον παραγωγό. Άλλωστε, με δεδομένη την αβεβαιότητα γύρω από την τύχη της βιομηχανίας, κανείς δεν είναι διατεθειμένος να επενδύσει σοβαρά και σε βάθος χρόνο για την κάλυψη των αναγκών της εγχώριας αγοράς με ανταγωνιστικό προϊόν.
Φόβοι για ντόμινο από την κατάρρευση των Λιπασμάτων
Σοβαρούς τριγμούς στην εγχώρια αγορά λιπασμάτων οδηγεί το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει για άλλη μια φορά μέσα σε λίγους μόνο μήνες η ELFE Ελληνικά Λιπάσματα.
Μπορεί η εταιρεία να εξασφάλισε νέα μικρή παράταση μέχρι το τέλος του μήνα για να αποπληρώσει μέρος του χρέους της προς τη ΔΕΠΑ , ωστόσο είναι κοινό μυστικό στην αγορά ότι η πάλαι ποτέ κραταιά ΒΦΛ πολύ δύσκολα θα συνεχίσει να υφίσταται με το παρόν ιδιοκτησιακό καθεστώς. Όπως αποκάλυψε σε προηγούμενα ρεπορτάζ η Agrenda, το επικρατέστερο σενάριο θέλει την εταιρεία να διχοτομείται σε ένα «καλό» κι ένα «κακό» κομμάτι –κατά τα πρότυπα του «μοντέλου ATEbank»- με το πρώτο να οδηγείται σε πώληση.
Δεδομένου ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία λιπασμάτων με κομβική θέση στην εγχώρια και στην ευρύτερη αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης καθώς επίσης και ότι η ζήτηση για λιπάσματα σε παγκόσμιο επίπεδο βαίνει αυξανόμενη, είναι αυτονόητο ότι η «καθαρή» ELFE είναι σε θέση να προσελκύσει πολλούς κι αξιόλογους «μνηστήρες». Ήδη, όπως έγραψε την προηγούμενη εβδομάδα η Agrenda, γνωστή πολυεθνική του χώρου με δραστηριότητες στην Ελλάδα έχει εκφράσει ενδιαφέρον για την εταιρεία εφόσον αυτή «απαλλαγεί» από ένα μεγάλο μέρος –τουλάχιστον- των δυσβάστακτων χρεών της. Την ELFE «καλοβλέπουν» και άλλα ηχηρά ονόματα του κλάδου από το διεθνή χώρο τα οποία διαθέτουν τα φόντα και, κυρίως, ρευστότητα ώστε να μπουν στο παιχνίδι της διεκδίκησής της.
Στην κυβέρνηση αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή την ELFE ως αναπόσπαστο κομμάτι του ενεργειακού πακέτου «ΔΕΠΑ-ΔΕΣΦΑ» κάτι που σημαίνει ότι οι εξελίξεις είναι άμεσα συνυφασμένες με το σχετικό διαγωνισμό. Όμως, το βασικό ζητούμενο για τον αγροτικό κόσμο αλλά και την ίδια την εταιρεία είναι να διασφαλιστεί με κάθε τρόπο η συνέχιση της λειτουργίας της μέχρις ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο με τη ΔΕΠΑ. Κι αυτό γιατί σε περίπτωση οριστικής διακοπής του φυσικού αερίου, το κόστος επανεκκίνησης της μονάδας αγγίζει, σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα 7 εκατ. ευρώ ενώ το χρονικό διάστημα που απαιτείται είναι μία εβδομάδα.
Οι αγρότες πληρώνουν το «μάρμαρο»
Άλλωστε, η προβληματική λειτουργία της επιχείρησης έχει ήδη αφήσει το «στίγμα» της τόσο στην περυσινή όσο και στην τρέχουσα καλλιεργητική σεζόν με δύο στοιχεία: τις ελλείψεις στην αγορά και την άνοδο των τιμών.
Αμφότερα καταγράφονται στην τελευταία κλαδική μελέτη της Hellastat η οποία κάνει λόγο για αρνητικές επιδράσεις «από την προβληματική λειτουργία της ELFE» ενώ παράλληλα διαπιστώνει ότι η «κατανάλωση υποχώρησε λόγω των υψηλών τιμών και της δεινής οικονομικής θέσης των αγροτών (μείωση εισοδήματος, περικοπή πιστώσεων, υψηλό κόστος παραγωγής)».
Ωστόσο, παρά τη μείωση της κατανάλωσης, η συνολική αξία της αγοράς αυξήθηκε λόγω «της ανοδικής πορείας των τιμών των προϊόντων κατά τη διάρκεια του έτους». Συγκεκριμένα- σημειώνει η Hellastat- ότι το 2011 προέκυψαν έντονες ανατιμήσεις, με τα κυριότερα λιπάσματα να εμφανίζουν αύξηση κατά 2 ευρώ έως 5 ευρώ το σακί σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο ενώ η άνοδος αυτή συνεχίστηκε και το 2012. Ενδεικτικά, τον Απρίλιο η διεθνής τιμή της κοκκώδους ουρίας ενισχύθηκε στα 650 δολάρια/τόνο, η prilled ουρία αυξήθηκε κατά 225 δολάρια στα 585 δολάρια τον τόνο, ενώ το UAN (διάλυμα ουρίας και νιτρικής αμμωνίας σε υγρή μορφή) διαμορφώθηκε στα 395 δολάρια τον τόνο.
Μείωση 30% στη ζήτηση
Ωστόσο, για την ελληνική αγορά το αυξημένο κόστος που κλήθηκαν να καταβάλουν οι αγρότες δεν οφείλεται μόνο στην άνοδο των διεθνών τιμών αλλά και στο γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις η «αντικατάσταση» βασικών τύπων λιπασμάτων των ELFE έγινε με πιο εξειδικευμένα προϊόντα άλλων εταιρειών, υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και, βεβαίως, ακριβότερα. Ο συνδυασμός «οικονομικής δυσπραγίας-αύξησης των τιμών» είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη μείωση της ζήτησης για λίπασμα: Βάσει εκτιμήσεων της IFA που επικαλείται η Hellastat, η συνολική κατανάλωση λιπασμάτων στη χώρα μας θα φτάσει το 2012 τους 500.000 τόνους θρεπτικών στοιχείων από 650.000 τόνους το 2010 και 708.000 τόνους το 2009.