ΚΡΙΘΑΡΙ:Ολα για την καλλιεργεια



Η καλλιέργεια

Το κριθάρι καλλιεργείται σε πολλές χώρες του κόσμου. Η μεγάλη
εξάπλωση του οφείλεται στο ότι διαθέτει διαφόρους τύπους που το κάνουν ικανό να χαρακτηριστεί ως το φυτό με τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα από όλα τα άλλα σιτηρά.
Στην Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση σε έκταση μετά το μαλακό και σκληρό σιτάρι. Η καλλιέργεια του εκτείνεται από τις βόρειες μέχρι τις νότιες και νησιωτικές περιοχές της χώρας μας. Η προσαρμοστικότητα του αυτή οφείλεται στους πρώιμους τύπους του, που ωριμάζουν σχετικά νωρίς ώστε κατά ένα μέρος αποφεύγουν τις δυσάρεστες επιπτώσεις που προκαλεί η απότομη άνοδος της θερμοκρασίας και η ξηρασία στην απόδοση και την ποιότητα του καρπού . Εξ' άλλου χάρις σ' αυτούς τους πρώιμους τύπους αξιοποιούνται μερικές χρονιές χωράφια που δεν μπόρεσαν να σπαρούν έγκαιρα το φθινόπωρο - χειμώνα εξ' αιτίας μιας βαρυχειμωνιάς ή που η σπορά τους κατά την περίοδο αυτή απέτυχε. Οι ανοιξιάτικοι τύποι, επειδή συμπληρώνουν το βιολογικό τους κύκλο μέσα σε διάστημα ολίγων μηνών από τη σπορά δίνουν τη λύση με την ανοιξιάτικη σπορά των χωραφιών. Τα κριθάρια αυτά, αν και δεν είναι ανθεκτικά στον παγετό, στη χώρα μας που χαρακτηρίζεται μάλλον από ήπιο κλίμα κατά το χειμώνα, εκτός της Δυτικής Μακεδονίας και Θράκης, είναι προτιμότερο να σπέρνονται το Νοέμβριο - Δεκέμβριο, ώστε να προλάβει να αναπτυχθεί το ριζικό τους σύστημα πριν από την ταχεία ανάπτυξη του φυτού. Φυσικά σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από βαρύ χειμώνα (Δυτικής Μακεδονίας - Θράκης) η φθινοπωρινή σπορά με ανοιξιάτικου τύπου κριθάρια θα πρέπει να αποφεύγεται.
Οι κλιματικές συνθήκες της χώρας μας ιδιαίτερα κατά τον μήνα Μάιο, επηρεάζουν πάρα πολύ τόσο την απόδοση όσο και την ποιότητα του προϊόντος. Ξηρασία και απότομη άνοδος της θερμοκρασίας συντομεύουν το βιολογικό κύκλο των φυτών που στην περίπτωση αυτή ξηραίνονται χωρίς να μπορέσουν οι κόκκοι να ωριμάσουν φυσιολογικά. Ιδιαίτερα στην Νότια Ελλάδα που η ξηρασία και θερμοκρασία είναι εντονότερες, οι επιπτώσεις είναι πιο έκδηλες. Αλλά και στη Βόρεια Ελλάδα οι όψιμες ποικιλίες, που με κανονικές κλιματικές συνθήκες θα απέδιδαν περισσότερο, παρουσιάζουν μια αστάθεια αποδόσεων λόγω της μεγάλης εξάρτησης τους από τις καιρικές συνθήκες κατά την περίοδο Μαΐου - Ιουνίου.
Σήμερα η καλλιεργούμενη έκταση είναι περίπου 1-1,3 περίπου εκατ. στρεμ. Το μεγαλύτερο μέρος καλλιεργείται σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές. Από την ετήσια παραγωγή κριθαριού, που είναι περίπου 300 χιλ. τόννοι η μεγαλύτερη ποσότητα απορροφάται από την κτηνοτροφία και μόνον ένα μικρό μέρος (5%) αυτής διατίθεται στην ζυθοποιία και αυτό γιατί οι περισσότερες βιομηχανίες ζυθοποιίας εισάγουν βύνη.
Η καλλιέργεια κριθαριού με την πάροδο των ετών μειώνεται η δε μείωση είναι ιδιαίτερα αισθητή τα τελευταία χρόνια. Ο περιορισμός αυτός της έκτασης είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνον τη μείωση της συνολικής παραγωγής αλλά και σε έναν βαθμό τη μείωση της στρεμματικής απόδοσης δεδομένου ότι τα καλύτερα χωράφια της ζώνης του κριθαριού χρησιμοποιήθηκαν για την καλλιέργεια άλλων καλλιεργειών περισσότερο προσοδοφόρων ή επιδοτούμενων. Η καλλιέργεια του κριθαριού έχει μετατοπισθεί και περιορισθεί στα πιο φτωχά για τα σιτηρά εδάφη με τις καταφανείς επιπτώσεις στην απόδοση κατά τις ξηρικές χρονιές που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια
 

Βελτίωση

 

Σήμερα παρατηρείται στην καλλιέργεια του κριθαριού πανσπερμία από ποικιλίες ελληνικές αλλά κυρίως ξένες όπως οι Carina, Georgie, Beka, Plaisant, Sonja, Moucho, Igri, Sonora, Prisma, Cannon, Caresse, Diomede, Beragere, Αθηναΐδα, Νίκη, Θέρμη, Κως και Θεσσαλονίκη. Το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργούμενης έκτασης κάθε χρόνο καλύπτεται από σπόρους που διατηρούν οι ίδιοι οι παραγωγοί με όλα τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται ή χρήση τέτοιου είδους σπόρων. Στο Ινστιτούτο Σιτηρών έχουν δημιουργηθεί αρκετές νέες ποικιλίες με υψηλή και σταθερή απόδοση, μερικές από τις οποίες βρίσκονται στα στάδια της σποροπαραγωγής όπως η Δήμητρα και η Περσεφόνη. Διατηρείται επίσης μία παγκόσμια συλλογή από 1000 περίπου ποικιλίες με εξαιρετική ποικιλομορφία για τις ανάγκες της γενετικής βελτίωσης. Το κριθάρι καλλιεργείται στη χώρα μας κυρίως για κτηνοτροφή και για την παρασκευή μπύρας. Η αύξηση της στρεμματικής απόδοσης αλλά και η βελτίωση της ποιότητας αποτελούν τους βασικούς στόχους του βελτιωτικού προγράμματος δημιουργίας νέων ποικιλιών. Νέοι στόχοι όμως εντοπίζονται εκτός των υψηλών αποδόσεων σε ποικιλίες ειδικές για οικολογική καλλιέργεια, για ανθρώπινη κατανάλωση και υψηλή διατροφική αξία. Η μεθοδολογία της γενετικής βελτίωσης είναι μακροχρόνια, δαπανηρή και επίπονη. Η σωστή επιλογή των γονέων στηρίζεται κυρίως στη μελέτη της γενικής ή ειδικής συνδυαστικής ικανότητας ποικιλιών διαφορετικής γενεαλογίας, μορφολογίας και γεωγραφικής καταγωγής με καλή προσαρμοστική ικανότητα στη χώρα μας και επιτυγχάνεται με την πραγματοποίηση διαλληλικών διασταυρώσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την επίτευξη των παραπάνω στόχων σε συγκεκριμένο γενεαλογικό αγρό οι εργασίες γίνονται την τελευταία δεκαετία κάτω από οικολογικές συνθήκες και μόνο.
Η αξιολόγηση του διασπώμενου υλικού γίνεται με την κλασσική γενεαλογική μέθοδο. Η αξιολόγηση του σταθεροποιούμενου υλικού για προσαρμοστικότητα γίνεται στα αγροκτήματα των Ινστιτούτων και Σταθμών Γεωργικής Έρευνας. Επιδίωξη είναι το επιλεγμένο υλικό να συγκεντρώνει, παράλληλα με την απόδοση και την καλή ποιότητα, αντοχή στο πλάγιασμα, την ξηρασία, τον παγετό και τις ασθένειες. Για την αντιμετώπιση της ξηρασίας, που αποτελεί ένα σοβαρό κίνδυνο για τον τόπο μας, πραγματοποιούνται διασταυρώσεις και μεταξύ των ειδών Η. vulgare Χ Η. Spontaneum και επιλέγεται υλικό που να ολοκληρώνει την ωρίμανση του ή κυρίως να βρίσκεται σε λιγότερο ευαίσθητο στάδιο κατά την περίοδο της απότομης ανόδου της θερμοκρασίας και της ξηρασίας. Για τη βελτίωση της διατροφικής αξίας χρησιμοποιούνται ως γονείς και γυμνόσπερμες ποικιλίες. Όσον αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά το ενδιαφέρον εστιάζεται στο υψηλό βάρος κόκκου, το χαμηλό ποσοστό αδιάλυτων υδατανθράκων και λεπτών φλοιών καθώς και το κανονικό πάχος του κόκκου, χαρακτηριστικά επιθυμητά και στην κτηνοτροφία και στη ζυθοποιία. Yψηλή περιεκτικότητα σε λυσίνη, β-γλυκάνες και α-τοκοτριενόλη παρουσιάζει ενδείξεις για ιδιαίτερη διατροφική αξία. Επειδή τα χαρακτηριστικά αυτά αποτελούν τους κυριότερους στόχους του προγράμματος, αναμένεται οι νέες ποικιλίες που σύντομα θα δημιουργηθούν να συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά σε επιθυμητά υψηλό βαθμό. Το ποσοστό πρωτεΐνης στον καρπό παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον αλλά προς δυο διαφορετικές κατευθύνσεις, υψηλό για κτηνοτροφή και χαμηλό για τη ζυθοποιία, Στο κριθάρι ζυθοποιίας γίνεται επιλογή για χαμηλό ποσοστό πρωτεΐνης και αδιαλύτων υδατανθράκων και έμμεσα προσδιορισμός και επιλογή για υψηλό ποσοστό εκχυλίσματος κατά BISHOP.
Ποικιλίες που επιλέγονται με τα παραπάνω κριτήρια μετά από τη διαχρονική και διατοπική αξιολόγηση προωθούνται στο Ινστιτούτο Ελέγχου Ποικιλιών, 

Ασθένειες

Το κριθάρι που καλλιεργείται σε εύκρατες και υγρές περιοχές παρασιτίζεται από δέκα περίπου βακτήρια και μύκητες με σημαντικές οικονομικές συνέπειες. Μερικά από τα παθογενή προσβάλλουν και άλλα μέρη του φυτού (Mathre, 1982). Η σοβαρότητα των φυλλικών ασθενειών στο κριθάρι και το ποσοστό μείωσης της απόδοσης σε καρπό, είναι αποτέλεσμα της ειδικής μολυσματικότητας της ασθένειας, της οξύτητας προσβολής, της αντοχής της ποικιλίας-ξενιστού, της θερμοκρασίας και υγρασίας κατά τη διάρκεια της προσβολής καθώς επίσης και του σταδίου ανάπτυξης του φυτού. Πρακτικά οι ασθένειες των φύλλων στο κριθάρι αντιμετωπίζονται με καλλιεργητικές πρακτικές (όργωμα, αμειψισπορά), με χρήση φυτοπροστατευτικών ουσιών και κυρίως με ανθεκτικές ποικιλίες μέσω της γενετικής βελτίωσης. Για τις εδαφοκλιματικές συνθήκες της χώρας μας στο κριθάρι μπορούμε να εντοπίσουμε κυρίως τρεις ασθένειες με οικονομικό ενδιαφέρον :
  • Ωίδιο (Erysiphe gramminis)
Το ωίδιο προσβάλλει τόσο το ανοιξιάτικο όσο και το χειμωνιάτικο κριθάρι σε περιοχές που ο καιρός είναι κρύος και υγρός κατά την περίοδο ανάπτυξης του φυτού (Dickson, 1956). Παρατηρήθηκε αύξηση από 6 έως 26% της απόδοσης με την χρήση μυκητοκτόνου για το ωίδιο (Brooks, 1972). Επίσης οι Large και Doling (1962) βρήκαν ότι το ποσοστό απόδοσης που χάνεται από το ωίδιο, είναι 2,5 x την τετραγωνική ρίζα της βαθμολογίας του ωιδίου. Πρώιμη σοβαρή προσβολή ωιδίου, μειώνει την ανάπτυξη της ρίζας, τον αριθμό των αδελφιών με στάχυα καθώς και το μέγεθος του σπόρου (Brooks 1972). Όταν η προσβολή ήταν λιγότερο σοβαρή, τότε επηρέαζε μόνο το μέγεθος του κόκκου. Από τους Little και Doodson (1972), προτάθηκε μία κλίμακα βαθμολόγησης του ωιδίου με 0 για την ευαίσθητη και 9 για την ανθεκτική ποικιλία κριθαριού.


  • Ελμινθοσπόριο (Helminthosporium sativum, H. gramineum, H. teres)
Το κοινό ελμινθοσπόριο (Helminthosporium sativum) παρουσιάζεται όταν χρησιμοποιείται σπόρος από υγρές και θερμές συνθήκες. Προσβάλλει ένα μεγάλο αριθμό ειδών της οικογενείας Gramineae (Sprague, 1950). Αποθηκευμένοι σπόροι που έχουν μεγάλη επιβάρυνση από Η. sativum είχαν ως αποτέλεσμα μία μέση μείωση της απόδοσης 15% σε περίοδο δύο ετών, χωρίς να εμφανιστούν συμπτώματα ασθένειας στα φύλλα των φυτών στο χωράφι, (Whittle και Richarson, 1978). Σύμφωνα με τον Clark (1979) το Helminthosporium sativum έδειξε μία μείωση της απόδοσης κατά 26% και 16%, αντίστοιχα όπως επίσης και μια μείωση 10% στο βάρος του κόκκου. Τέλος η προσβολή της ασθένειας, έδειξε μέσα στα προσβεβλημένα φυτά να αυξάνεται ανάλογα με τα επίπεδα αζώτου (Pepper, 1966).
Το γραμμωτό ελμινθοσπόριο (Helminthosporium gramineum) εξελίχθηκε σαν ένα κύριο πρόβλημα σε μερικές περιοχές. Σε μια Νορβηγική μελέτη (Magnus, 1979), παρουσιάστηκε μείωση της απόδοσης κατά 0,79% για κάθε 1% της προσβολής του H. gramineum σε καλλιέργεια κριθαριού με μέση προσβολή 15,6%. Επίσης οι Mathur κ.ά. (1964) βρήκαν μείωση του αριθμού των γονίμων αδελφιών, του αριθμού των κόκκων ανά στάχυ και του βάρους των κόκκων ανά στάχυ, που οφείλεται στο H. gramineum, καθώς και μια μείωση της απόδοσης κατά 0,86% για κάθε 1% της προσβολής της ασθένειας. Αντοχή σε ποικιλίες ανοιξιάτικες κριθαριού υπάρχει σε ευρεία κλίμακα στο εμπόριο, ενώ στις χειμωνιάτικες ποικιλίες είναι πιο σπάνιο (Kline, 1971).
Το δικτυωτό ελμινθοσπόριο Helminthosporium teres), είναι ασθένεια που επιβιώνει στον σπόρο και το άχυρο κάτω από υψηλές αλλά και χαμηλές θερμοκρασίες. Πόσο μακρυά μπορούν να μεταφερθούν τα ασκοσπόρια και τα κονίδια του μύκητα δεν γνωρίζουμε, αλλά μπορεί να είναι και μακρυνές αποστάσεις σύμφωνα με τους Shipton et al., 1973. Ο ίδιος ερευνητής αναφέρει ότι η οικονομική σημασία είναι αμφισβητούμενη. Συνήθως εμφανίζεται σαν μίγμα με άλλες ασθένειες του φύλλου, κάνοντας την εκτίμηση της οικονομικής του σπουδαιότητας δύσκολη. Μία αύξηση όμως της απόδοσης κατά 8,1% επιτεύχθηκε με την χρήση φυλλικών μυκητοκτόνων (Buchannon and Wallace, 1962). Μείωση κατά 50,7% στην παραγωγή αναφέρθηκε στην Αυστραλία η οποία είχε σαν αιτία το δικτυωτό ελμινθοσπόριο κατά τη διάρκεια πειραμάτων με ψεκασμούς μυκητοκτόνων (Piening and Kaufman, 1969).
  • Ρυγχοσπόριο (Rhynchosporium secalis)
Το ρυγχοσπόριο (Rhynchosporium secalis), μεταδίδεται με το σπόρο και αναπτύσσεται κάτω από κρύες και υγρές συνθήκες (Kiesling, 1985). Μετά από προσβολή της ασθένειας παρουσιάστηκε μια μείωση του βάρους των κόκκων, του αριθμού των στάχεων ανά μονάδα επιφανείας και του αριθμού των κόκκων ανά στάχυ, σύμφωνα με τους James κ.ά. (1968). Οι ίδιοι ερευνητές αναφέρουν επίσης ότι η μείωση της απόδοσης συσχετίζεται με το ποσοστό της προσβολής στο τελευταίο φύλλο (φύλλο σημαία) και στο δεύτερο φύλλο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Brooks, D.H. 1972. Observations on the effects of mildew, Erysiphe graminis, on growth of spring and winter barley. Ann. Appl. Biol. 70 : 149-156.
Buchannon, K.W., and H.A. Wallace. 1962. Note on the effectof leaf deseaseson yield, bushel weight and thousant-kernel weightof Parklandbarley. Can. J. Plant Sci. 42:534-536.
Clark, R.V. 1979. Yield losses in barley cultivars caused by spot blotch. Can. J. Plant Pathol. 2 : 113-117.
James, W.C., E.E. Jenkins, and J.L. Jemmett. 1968. The relationship between leaf blotch caused by Rhynchosporium secalis and losses in grain yield of spring barley. Am. Appl. Biol. 62 : 273-288.
Kiesling, R.L.1985. The diseases of barley. (Ed.D.C. Rasmusson) p269-299. Agron. Monograph 26. ASA-CSSA-SSSA Madison, WI 53711-USA.
Large, E.C., and D.A. Doling. 1962. The measurement of cereal mildew and its effect on yield. Plant Pathol. 11 : 47-57.
Little, R., and J.K. Doodson. 1972. The reaction of spring barley cultivars to mildew, their diseases resistance rating and an interim report on their yield response to mildew control. J. Nat. Inst. Agric. Bot. 12 : 447-455.
Magnus, H.A. 1979. Relationship between barley stripe disease and yield decrease in seed dressing trials. Sammenheng mellom stripesyke og avlingredu-ksyon i bygg. Forsk. Fors. Landbruket 30 : 259-267.
Mathre, D.E. 1982. Compendium of Barley Diseases. Phytopathol. Soc. St. Paul, MN.
Mathur, R.S., S.C. Mathur, and G.K. Bajpai. 1964. An attempt to estimate loss caused by the stripe disease of barley. Plant Dis. Rep. 48 : 708-710.
Pepper, E.H. 1966. Barley foliar disease and senescence--a hypothesis. Am. Soc. Brew. Chem. Proc. 1966 : 101-108.
Piening. L., and Kaufman. 1969. Comparison of the effects of the net blotch and leaf removal on yield in barley. Can. J. Plant Sci. 49:731-735.
Shipton, W.A., T.N. Khan, and W.I.R. Boyd. 1973. Net blotch of barley. Rev. Plant Pathol. 52:269-290.
Sprague, R. 1950. Diseases of cereals and grasses in North America. The Ronald Press Co., New York.
Whittle A.M., and M.J. Richardson. 1978. Yield loss caused by Cochliobolus sativus on Clermont barley. Phytopathol. Z. 91 : 238-256. 
 http://www.cerealinstitute.gr