Τον
τελευταίο καιρό αρχίζει να υπάρχει ενδιαφέρον
στη χώρα μας και για την
καλλιέργεια σόγιας. Η σόγια, εκτός από υψηλής διατροφικής αξίας προϊόν,
μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν ζωοτροφή. Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον
στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές χώρες της Ευρώπης, για σόγια υψηλής
ποιότητας μη γενετικά τροποποιημένη. Εδαφολογικά και κλιματολογικά η
σόγια έχει καλές προοπτικές στη χώρα μας. Όταν κατά τη δεκαετία του 80
κάποιοι παραγωγοί προσπάθησαν να καλλιεργήσουν πιλοτικά σόγια στην
Ελλάδα, είχαν πολύ καλές στρεμματικές αποδόσεις, με 500 – 600 κιλά το
στρέμμα. Δύο είναι τα αρνητικά σημεία στην καλλιέργεια, χρειάζεται
μεγάλες ποσότητες νερού και έχει υψηλό κόστος παραγωγής. Η χώρα μας
παράγει ζωοτροφές με εισαγόμενες πρώτες ύλες, στις οποίες περιλαμβάνεται
και η σόγια. Θα μπορούσε να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες της αν έβρισκε
λύση στο ζήτημα της καλλιέργειας σόγιας, αφού θεωρείται η καλύτερη πηγή
πρωτεϊνών για τα ζώα. Μόνο το 2011 η Ελλάδα εισήγαγε 571.000 τόνους
σόγιας που προορίζεται για ζωοτροφές. Στις ΗΠΑ παράγεται γενετικά
τροποποιημένη σόγια, αλλά εμείς αγοράζουμε πιστοποιημένη, μη γενετικά
τροποποιημένη σόγια, από τη Λατινική Αμερική, η οποία κοστίζει
ακριβότερα, κατά 5 - 7 λεπτά.
Ο
ερευνητής στο Ινστιτούτου Κτηνοτροφικών Φυτών Λάρισας του ΕΛΓΟ -
Δήμητρα κ. Δημήτριος Βλαχοστέργιος, αναφερόμενος στην καλλιέργεια της
σόγιας δήλωσε στον ΑγροΤύπο τα εξής: «Δεν υπάρχει κανένα κλιματολογικό
πρόβλημα για την καλλιέργεια της σόγιας στην Ελλάδα. Είναι εαρινή
καλλιέργεια με συγκομιδή περίπου την ίδια εποχή με το βαμβάκι. Μιλάμε
πάντα για μη γενετικά τροποποιημένη σόγια. Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από
τους κτηνοτρόφους στη χώρα μας. Είναι ένα εξαιρετικό προϊόν για
ζωοτροφές.
Το πρόβλημα είναι ότι είναι ποτιστική καλλιέργεια, που έχει υψηλές ανάγκες νερού όπως το βαμβάκι. Ως κύρια καλλιέργεια η σόγια έχει να ανταγωνιστεί το βαμβάκι, που ακόμη και σήμερα όπου καλλιεργείται, αφήνει μεγαλύτερο κέρδος στους παραγωγούς λόγω και της συνδεδεμένης με την παραγωγή ενίσχυσης.
Στο παρελθόν τη δεκαετία του 80, είχε γίνει μια συστηματική προσπάθεια να καλλιεργηθεί σόγια στη χώρα μας, αλλά μετά το 1982 κυριάρχησε η καλλιέργεια του βαμβακιού.
Ένα ακόμη πρόβλημα που υπάρχει με την καλλιέργεια είναι το κόστος παραγωγής. Δηλαδή αν η σόγια που θα καλλιεργηθεί στη χώρα μας θα πωλείται σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με αυτές που έχει η εισαγόμενη από τη Λατινική Αμερική. Βλέπετε είναι τόσο μικρή η έκταση στην Ελλάδα που θα μπορούσε να καλλιεργηθεί με σόγια, που δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια μεγάλη παραγωγή, ώστε να καταφέρει να παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών. Ιδιαίτερα αν πάει κάποιος μεμονωμένος παραγωγός να την καλλιεργήσει δεν νομίζω να είχε κάποια τύχη.
Ένα σενάριο για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε να ήταν να καλλιεργηθεί από μια Ομάδα Παραγωγών, η οποία θα το πουλούσε απευθείας σε Ομάδα Κτηνοτρόφων.
Θα μπορούσε ακόμη να πουλήσει σόγια σε μονάδες που παράγουν ζωοτροφές. Από εκεί παράγεται σογιέλαιο, βιοντίζελ και πρωτεϊνούχα ζωοτροφή.
Πάντως μικρό ενδιαφέρον υπάρχει και για ανθρώπινη κατανάλωση στη χώρα μας και κυρίως αφορά τη βιολογική καλλιέργεια.
Μια θετική προοπτική για τους παραγωγούς της χώρας μας θα ήταν η σόγια να καλλιεργηθεί σαν επίσπορη καλλιέργεια μετά από σιτάρια και κριθάρια. Αναπτύσσεται δηλαδή η σόγια ως δεύτερη καλλιέργεια, αφού οι αγρότες προτιμούν να καλλιεργούν σε δύο εποχές του ίδιου έτους το χωράφι τους. Είναι μικρού βιολογικού κύκλου που έχει όμως πολύ μικρότερη στρεμματική απόδοση (περίπου 250 κιλά το στρέμμα). Συνήθως η σπορά σόγιας γίνεται μετά τη σπορά και τη συγκομιδή σιτηρών. Έτσι θα είχε ένα συμπληρωματικό εισόδημα ο παραγωγός.
Το πρόβλημα είναι ότι είναι ποτιστική καλλιέργεια, που έχει υψηλές ανάγκες νερού όπως το βαμβάκι. Ως κύρια καλλιέργεια η σόγια έχει να ανταγωνιστεί το βαμβάκι, που ακόμη και σήμερα όπου καλλιεργείται, αφήνει μεγαλύτερο κέρδος στους παραγωγούς λόγω και της συνδεδεμένης με την παραγωγή ενίσχυσης.
Στο παρελθόν τη δεκαετία του 80, είχε γίνει μια συστηματική προσπάθεια να καλλιεργηθεί σόγια στη χώρα μας, αλλά μετά το 1982 κυριάρχησε η καλλιέργεια του βαμβακιού.
Ένα ακόμη πρόβλημα που υπάρχει με την καλλιέργεια είναι το κόστος παραγωγής. Δηλαδή αν η σόγια που θα καλλιεργηθεί στη χώρα μας θα πωλείται σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με αυτές που έχει η εισαγόμενη από τη Λατινική Αμερική. Βλέπετε είναι τόσο μικρή η έκταση στην Ελλάδα που θα μπορούσε να καλλιεργηθεί με σόγια, που δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια μεγάλη παραγωγή, ώστε να καταφέρει να παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών. Ιδιαίτερα αν πάει κάποιος μεμονωμένος παραγωγός να την καλλιεργήσει δεν νομίζω να είχε κάποια τύχη.
Ένα σενάριο για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε να ήταν να καλλιεργηθεί από μια Ομάδα Παραγωγών, η οποία θα το πουλούσε απευθείας σε Ομάδα Κτηνοτρόφων.
Θα μπορούσε ακόμη να πουλήσει σόγια σε μονάδες που παράγουν ζωοτροφές. Από εκεί παράγεται σογιέλαιο, βιοντίζελ και πρωτεϊνούχα ζωοτροφή.
Πάντως μικρό ενδιαφέρον υπάρχει και για ανθρώπινη κατανάλωση στη χώρα μας και κυρίως αφορά τη βιολογική καλλιέργεια.
Μια θετική προοπτική για τους παραγωγούς της χώρας μας θα ήταν η σόγια να καλλιεργηθεί σαν επίσπορη καλλιέργεια μετά από σιτάρια και κριθάρια. Αναπτύσσεται δηλαδή η σόγια ως δεύτερη καλλιέργεια, αφού οι αγρότες προτιμούν να καλλιεργούν σε δύο εποχές του ίδιου έτους το χωράφι τους. Είναι μικρού βιολογικού κύκλου που έχει όμως πολύ μικρότερη στρεμματική απόδοση (περίπου 250 κιλά το στρέμμα). Συνήθως η σπορά σόγιας γίνεται μετά τη σπορά και τη συγκομιδή σιτηρών. Έτσι θα είχε ένα συμπληρωματικό εισόδημα ο παραγωγός.
Παγκόσμια παραγωγή σόγιας
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Syngenta, η παγκόσμια παραγωγή σόγιας παρουσίασε αύξηση, από το 1961 μέχρι το 2010, κατά +727%.
Η παραγωγή σόγιας που χρησιμοποιείται για τρόφιμο παρουσίασε αύξηση, από το 1980 μέχρι το 2010, κατά +140%. Ενώ η παραγωγή σόγιας που χρησιμοποιείται για ζωοτροφή, για το ίδιο χρονικό διάστημα, παρουσίασε αύξηση κατά +230%.
Τρεις είναι οι μεγαλύτερες χώρες παραγωγής, οι ΗΠΑ, η Βραζιλία και η Αργεντινή. Η Βραζιλία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ενώ τις μεγαλύτερες εισαγωγές σόγιας τις κάνουν η Κίνα και η ΕΕ.
Στις ΗΠΑ η σόγια καλλιεργείται στο 31% των εκτάσεων μεγάλης καλλιέργειας και κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά, αφού παράγει συνολικά το 34% της παγκόσμιας παραγωγής.
Στη Βραζιλία η σόγια καλλιεργείται στο 52% των εκτάσεων μεγάλης καλλιέργειας και παράγει συνολικά το 28% της παγκόσμιας παραγωγής.
Στην Αργεντινή η σόγια καλλιεργείται στο 59% των εκτάσεων μεγάλης καλλιέργειας και παράγει συνολικά το 19% της παγκόσμιας παραγωγής.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Συμβουλίου Σιτηρών (IGC), στην περίοδο 2011/2012 η παραγωγή της σόγιας σημείωσε πτώση κατά 11% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, φτάνοντας τους 236,9 εκ. τόνους, κυρίως λόγω της μειωμένης παραγωγής στις κύριες εξαγωγές χώρες. Παρόλα αυτά η ζήτηση σογιάλευρου παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, ιδίως στην Ε.Ε. και την Ασία.
Η παραγωγή σόγιας που χρησιμοποιείται για τρόφιμο παρουσίασε αύξηση, από το 1980 μέχρι το 2010, κατά +140%. Ενώ η παραγωγή σόγιας που χρησιμοποιείται για ζωοτροφή, για το ίδιο χρονικό διάστημα, παρουσίασε αύξηση κατά +230%.
Τρεις είναι οι μεγαλύτερες χώρες παραγωγής, οι ΗΠΑ, η Βραζιλία και η Αργεντινή. Η Βραζιλία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ενώ τις μεγαλύτερες εισαγωγές σόγιας τις κάνουν η Κίνα και η ΕΕ.
Στις ΗΠΑ η σόγια καλλιεργείται στο 31% των εκτάσεων μεγάλης καλλιέργειας και κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά, αφού παράγει συνολικά το 34% της παγκόσμιας παραγωγής.
Στη Βραζιλία η σόγια καλλιεργείται στο 52% των εκτάσεων μεγάλης καλλιέργειας και παράγει συνολικά το 28% της παγκόσμιας παραγωγής.
Στην Αργεντινή η σόγια καλλιεργείται στο 59% των εκτάσεων μεγάλης καλλιέργειας και παράγει συνολικά το 19% της παγκόσμιας παραγωγής.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Συμβουλίου Σιτηρών (IGC), στην περίοδο 2011/2012 η παραγωγή της σόγιας σημείωσε πτώση κατά 11% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, φτάνοντας τους 236,9 εκ. τόνους, κυρίως λόγω της μειωμένης παραγωγής στις κύριες εξαγωγές χώρες. Παρόλα αυτά η ζήτηση σογιάλευρου παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, ιδίως στην Ε.Ε. και την Ασία.
Σταύρος Παϊσιάδης