Το Δικαστήριο της ΕΕ ζητά από την Ελλάδα την επιστροφή πάνω από 250 εκατ. ευρώ, που δόθηκαν στο ελαιόλαδο και τις αροτραίες καλλιέργειες

10/7/2014

Το Δικαστήριο της ΕΕ ζητά από την Ελλάδα την επιστροφή πάνω από 250 εκατ. ευρώ, που δόθηκαν στο ελαιόλαδο και τις αροτραίες καλλιέργειες Ακόμη μια καταδικαστική απόφαση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της χώρας μας. Το Δικαστήριο με απόφασή του, που δημοσιοποίησε στις 10 Ιουλίου 2014,
επικυρώνει την ανάκτηση από την Ελλάδα 250 και πλέον εκατ. ευρώ, λόγω των καθ’ υποτροπή πλημμελειών στον τομέα των ενισχύσεων για το ελαιόλαδο και τις αροτραίες καλλιέργειες. Όπως τονίζει στην απόφασή του το δικαστήριο, «η Ελλάδα δεν ολοκλήρωσε το σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών στον ελαιοκομικό τομέα, ούτε το σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων».

Η σχετική ανακοίνωση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει τα εξής:

Βάσει των κανόνων χρηματοδότησης της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΑΠ) η Επιτροπή μπορεί να αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης τις δαπάνες που δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή εκτιμά τα προς αποκλεισμό ποσά αναλόγως του είδους και της σοβαρότητας της παράβασης, καθώς και αναλόγως της οικονομικής ζημίας που υπέστη η Ένωση.
Το 2007, επιθεωρητές της Επιτροπής διεξήγαγαν στην Ελλάδα δύο έρευνες από τις οποίες αποκαλύφθηκαν πλημμέλειες στους ελέγχους που είχαν διενεργήσει οι εθνικές αρχές.
Όσον αφορά, πρώτον, τις ενισχύσεις για το ελαιόλαδο, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών στον ελαιοκομικό τομέα («ΣΓΠ-ΕΤ») που χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα για τον έλεγχο των ενισχύσεων στην παραγωγή ελαιόλαδου είχε τόσο σημαντικές πλημμέλειες ώστε δεν μπορούσε να θεωρηθεί ολοκληρωμένο για την περίοδο εμπορίας 2003/2004 (περίοδος από την οποία οι δηλώσεις καλλιέργειας έπρεπε να ελέγχονται μέσω του ΣΓΠ-ΕΤ). Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν τηρήθηκε ούτε η υποχρέωση επικαιροποιήσεως του ΣΓΠ-ΕΤ για την περίοδο 2004/2005.
Όσον αφορά, στη συνέχεια, τις άμεσες ενισχύσεις για τις αροτραίες καλλιέργειες, η Επιτροπή ανέφερε πλημμέλειες στους επιτόπιους ελέγχους και στη λειτουργία του συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών και του συστήματος αναγνώρισης αγροτεμαχίων («ΣΑΑ/ΣΓΠ»), πλημμέλειες οι οποίες αφορούσαν τους βασικούς ελέγχους.
Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2011, η Επιτροπή επέβαλε στις δαπάνες που δηλώθηκαν από την Ελλάδα διορθώσεις ύψους πλέον των 250 εκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή:
  • 133.315.230,85 ευρώ στον ελαιοκομικό τομέα για τις περιόδους 2003/2004 και 2004/2005,
  • 3.701.088,51 ευρώ για εκπρόθεσμες δαπάνες κατάρτισης του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα,
  • 122.425.959,66 ευρώ για το καθεστώς των άμεσων ενισχύσεων των αροτραίων καλλιεργειών για τις δηλώσεις του 2007.
Με απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η Ελλάδα κατά της αποφάσεως της Επιτροπής. Έκρινε ότι ο κανονισμός του 1999 και οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής συνιστούσαν κατάλληλη νομική βάση για τη συνεκτίμηση του καθ’ υποτροπή χαρακτήρα των πλημμελειών του ελληνικού ΣΓΠ-ΕΤ και για τον καθορισμό του προς ανάκτηση ποσού. Το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε τη διαπίστωση ότι το σύστημα ελέγχου που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα παρουσίαζε επαναλαμβανόμενες πλημμέλειες και ότι το εν λόγω κράτος μέλος, έχοντας διαπράξει παρόμοιες παραβάσεις, μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπότροπο.
Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η Επιτροπή δεν είχε παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή βασίμως απέκλεισε από τη χρηματοδότηση τις εκπροθέσμως περατωθείσες εργασίες, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν απέδειξε ότι οι εργασίες αυτές είχαν πράγματι ολοκληρωθεί εμπροθέσμως.
Η Ελλάδα άσκησε στη συνέχεια αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου. Προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι επικύρωσε τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις με συντελεστή 15 % που επιβλήθηκαν λόγω υποτροπής στις δαπάνες που δηλώθηκαν στον ελαιοκομικό τομέα για την περίοδο εμπορίας 2004/2005, καθώς και στις δαπάνες που δηλώθηκαν για το καθεστώς των άμεσων ενισχύσεων για τις δηλώσεις του 2007.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Ελλάδα επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να θέσει εκ νέου υπό συζήτηση τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστώσει εάν το ελληνικό σύστημα ελέγχου της παραγωγής ελαιόλαδου παρουσίασε επαναλαμβανόμενες ελλείψεις και εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προσαυξήσεως λόγω υποτροπής.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι μια τέτοια εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν επιτρέπεται στο πλαίσιο αναιρέσεως. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε προσηκόντως υπόψη τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που προέβαλε η Ελλάδα προς απόδειξη του ότι υπήρξαν βελτιώσεις του συστήματος ελέγχου και ότι το ΣΓΠ-ΕΤ λειτουργούσε αποτελεσματικότερα.
Το Δικαστήριο καταλήγει, ως εκ τούτου, ότι το Γενικό Δικαστήριο, ασκώντας την αποκλειστική εξουσία του προς διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ορθώς συμπέρανε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διαπιστώνοντας υποτροπή των πλημμελειών και αυξάνοντας για τον λόγο αυτόν τον συντελεστή δημοσιονομικής διόρθωσης από 10 σε 15 %. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι το μέγεθος των διορθώσεων ήταν συνέπεια της σημαντικής αυξήσεως των δαπανών για ενισχύσεις χορηγούμενες βάσει της εκτάσεως και ότι το μέγεθος αυτό των διορθώσεων προέκυψε από την εφαρμογή απλώς του ίδιου με τον εφαρμοσθέντα στο παρελθόν συντελεστή διορθώσεως σε σημαντικά μεγαλύτερα ποσά τα οποία έλαβε η Ελλάδα ως άμεσες ενισχύσεις.
Αντιθέτως, η Ελλάδα δεν απέδειξε ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας λόγω της εφαρμογής του συντελεστή διορθώσεως των κατευθυντήριων γραμμών στο πλαίσιο της ΚΑΠ.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως της Ελλάδας και επικυρώνει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και την απόφαση της Επιτροπής.



 Πηγη:agrotypos.gr