Στην αποθήκευση των προϊόντων τους,
προκειμένου να πετύχουν καλύτερες τιμές πώλησης, προσανατολίζονται
πολλοί παραγωγοί που έσπειραν δημητριακά (ιδίως κριθάρι), σύμφωνα με
δηλώσεις του βορειοελλαδίτη γεωπόνου Κάσσανδρου Γάτσιου, σε
δημοσιογράφους.
Όπως επισημαίνει, οι αγρότες οφείλουν να είναι πολύ προσεκτικοί στις
συναλλαγές τους με εμπόρους, στους οποίους πωλούν τα προϊόντα τους,
καθώς «στα δημητριακά δρουν διάφορα καρτέλ», αλλά να είναι και
υπομονετικοί καθώς «τα καλά πράγματα πάνε σε αυτούς που περιμένουν».Οι άσχημες καιρικές συνθήκες όλο το προηγούμενο διάστημα φαίνεται να έχουν στοιχίσει στη φετινή παραγωγή σιταριού ένα ποσοστό 9%, εκτιμά ο κ. Γάτσιος και προσθέτει πως «πονοκέφαλος για τους παραγωγούς δημητριακών δεν είναι η μείωση στο σύνολο της παραγωγής, αλλά οι τιμές που έχουν οριστεί και που καταγράφονται σημαντικές χαμηλότερες έναντι των περσινών».
Σημειώνει δε, ότι οι τιμές στα δημητριακά που δίνουν οι συνεταιρισμοί σε παραγωγούς δεν καθορίζονται τόσο από την εγχώρια παραγωγή, όσο από τις τάσεις της παγκόσμιας αγοράς.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τον κ. Γάτσιο, η τιμή για το σκληρό σιτάρι διαμορφώνεται σήμερα γύρω στα 22 λεπτά/κιλό, έναντι 27 λεπτών/κιλό πέρυσι, το μαλακό στα 17 λεπτά/κιλό, έναντι των 20 λεπτών/κιλό και το κριθάρι στα 15 λεπτά/κιλό, όταν πέρυσι η τιμή του ξεπερνούσε σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και τα 20 λεπτά/κιλό.
Τα δημητριακά μπορεί να ανήκουν στην κατηγορία των συμβατικών καλλιεργειών που τα τελευταία χρόνια είχαν χάσει τη δυναμική τους στη χώρα μας, ωστόσο σκληρό και μαλακό σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι υπόσχονται κέρδη και βιωσιμότητα στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
«Τα δημητριακά δείχνουν να είναι μια καλλιέργεια που μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητικό εισόδημα και αυτός είναι ο λόγος που πολλοί αγρότες προτιμούν να σπείρουν, παρά να αφήσουν τα χωράφια τους να είναι χέρσα» υπογραμμίζει ο κ. Γάτσιος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, στη χώρα μας το σύνολο των καλλιεργούμενων εκτάσεων με σιτηρά ανέρχεται περίπου σε 10 εκατ. στρέμματα και η εσωτερική ζήτηση καλύπτεται κυρίως από εισαγωγές που φτάνουν περίπου τους 1,7 εκατ. τόνους. Το σκληρό σιτάρι καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε καλλιεργούμενη έκταση και σε παραγωγή, με ποσοστό 60% και 34% επί του συνόλου, αντίστοιχα. Η πλεονασματική ποσότητα του σκληρού σίτου εξάγεται είτε ως σιτάρι (σπόρος) είτε ως σιμιγδάλι (αλεύρι για παραγωγή ζυμαρικών), κυρίως στην Ιταλία.
Η χώρα μας εισάγει περίπου 53.000 τόνους σκληρού σίτου και εξάγει περίπου 168.000 τόνους ετησίως, ενώ εισάγει 1.000.000 τόνους μαλακού σίτου και εξάγει περίπου 95.000 τόνους. Όσον αφορά τον αραβόσιτο, η Ελλάδα εισάγει 530.000 τόνους και εξάγει 120.000 τόνους, ενώ όσον αφορά το κριθάρι, εισάγονται 300.000 τόνοι και εξάγονται 10.000 τόνοι.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η χώρα μας είναι ελλειμματική σε παραγωγή μαλακού σιταριού, κριθαριού και αραβοσίτου και για την κάλυψη των αναγκών της εγχώριας αγοράς εισάγονται ποσότητες ύψους 1 εκατ. τόνων μαλακού σιταριού, 300.000 τόνων κριθαριού που προέρχονται κυρίως από Γερμανία και 527.000 τόνων αραβοσίτου, βασικά από Γαλλία.
πηγη: www.paseges.gr