Φθηνό λίπασμα για μια τετραετία, μεγάλη η ψαλίδα προσφοράς και ζήτησης

27/02/2015

Τσατσάκης Γιάννης 
Σκηνικό σταθερών, αν όχι και αρκετά µειωµένων, τιµών στα λιπάσµατα για το διάστηµα της ερχόµενης τετραετίας τουλάχιστον προδιαγράφουν τα θεµελιώδη στοιχεία της αγοράς, δηλαδή η προσφορά και η ζήτηση,
όπως αυτά αποτυπώνονται στις πιο πρόσφατες µελέτες και εκτιµήσεις διεθνών οργανισµών, τραπεζικών ιδρυµάτων αλλά και παραγόντων της βιοµηχανίας.
Την εικόνα έρχονται να συµπληρώσουν η σηµαντική πτώση στις τιµές των πρώτων υλών- απόρροια της πτωτικής πορείας των εµπορευµάτων, η οποία αναµένεται να συνεχιστεί µέσα στο 2015- όπως επίσης και η αποκλιµάκωση των τιµών του φυσικού αερίου το οποίο αντιπροσωπεύει ένα µεγάλο µέρους της κόστους παραγωγής για τις επιχειρήσεις του κλάδου. Αµφότερα -και ιδίως το φθηνότερο αέριο- αποτελούν τις κινητήριες δυνάµεις πίσω από την εντυπωσιακή άνοδο που καταγράφουν οι τιµές των µετοχών πολλών µεγάλων βιοµηχανιών λιπασµάτων στα ξένα χρηµατιστήρια, ταυτόχρονα όµως περνούν -ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να παιρνούν- στις τελικές τιµές για τον καταναλωτή, ήτοι τον αγρότη.

Το πόσο σηµαντικό είναι αυτό µπορούµε να το κατανοήσουµε αν λάβουµε υπόψη ότι για πολλές καλλιέργειες η λίπανση ανιτπροσωπεύει έως και πάνω από το 50% του κόστους των εισροών.
Η ανισορροπία µεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην παγκόσµια αγορά των λιπασµάτων έχει επισηµανθεί αρκετές φορές το τελευταίο διάστηµα από πλήθος αξιόπιστων παρατηρητών και αναλυτών. Το πιο πρόσφατο παράδειγµα έρχεται από τον FAO και το report του µε τίτλο «Παγκόσµιες Τάσεις στα Λιπάσµατα και Εκτιµήσεις έως το 2018» που δόθηκε στη δηµοσιότητα την περασµένη ∆ευτέρα 16 Φεβρουαρίου στη Ρώµη. «Η παγκόσµια κατανάλωση θα αυξάνεται µε ρυθµούς 1,8% ετησίως µέχρι το 2018 τη στιγµή που η παραγωγική δυναµικότητα των προϊόντων λίπανσης, ενδιάµεσων προϊόντων και πρώτων υλών θα αυξάνεται ταχύτερα», επισηµαίνει ο Οργανισµός ο οποίος στη συνέχεια στοιχειοθετεί την εκτίµησή του µε αριθµούς:
-H παγκόσµια χρήση νιτρικών λιπασµάτων αναµένεται να αυξάνεται κατά 1,4% το χρόνο µέχρι το 2018. Η προσφορά, ωστόσο, για το συγκεκριµένο συστατικό θα αυξάνεται στο ίδιο διάστηµα µε ρυθµούς 3,7% ετησίως.
- Στα φωσφορικά το «ισοζύγιο» φαίνεται πιο ισορροπηµένο αφού η ζήτηση θα αυξάνεται κατά 2,2% και η προσφορά µε 2,7% ετησίως.
- Αντίθετα, στο κάλιο η κατανάλωση αναµένεται, σύµφωνα πάντα µε το FAO, να αυξηθεί κατά 2,6% όταν η παραγωγή θα «τρέχει» µε ρυθµούς 4,2%.


Περνάει στις χαμηλές τιμές η πτώση σε πρώτες ύλες και ενεργειακό κόστος
Στην άποψη ότι οι τιµές των λιπασµάτων θα κινηθούν φέτος πτωτικά για ακόµα µια χρονιά συγκλίνουν οι εκτιµήσεις όλων των αναλυτών, αν και οι ποσοτικές προβλέψεις διαφέρουν. Αυτό ως ένα βαθµό είναι αναµενόµενο δεδοµένου ότι στην εξίσωση υπεισέρχονται µεταβλητές όπως οι τιµές του φυσικού αερίου και οι συναλλαγµατικές ισοτιµίες.
Ο FAO στην τελευταία µελέτη του δεν διατυπώνει ευθέως πρόβλεψη για τις τιµές, αφήνει ωστόσο να εννοηθεί ότι προκρίνει το σενάριο µείωσης όταν αντιπαραβάλλει τη µεγάλη διαφορά µεταξύ του ρυθµού αύξησης της παραγωγής και του ρυθµού αύξησης της ζήτησης. Επιπλέον, στο κείµενο αναφέρεται ότι «µετά την εκτόξευση του 2011 οι τιµές στα µέσα του 2014 είχαν επιστρέψει στα επίπεδα του 2010».
H Παγκόσµια Τράπεζα είναι πιο συγκεκριµένη µιλώντας, στην τελευταία έκθεσή της που δηµοσιεύτηκε στις αρχές του χρόνου, για υποχώρηση της τάξης του 2,1% στο ∆είκτη Τιµών των Λιπασµάτων για το 2015 και επιπλέον 1% το 2016.

 Η Τράπεζα υπογράµµιζε ότι ο εν λόγω δείκτης «τσίµπησε» κάτι λιγότερο από 1% στο τελευταίο τρίµηνο του 2014 (ο µόνος εκ των δεικτών τιµών που δεν κινήθηκε πτωτικά στο διάστηµα αυτό) σπεύδει, όµως, να υπενθυµίσει ότι οι τιµές των λιπασµάτων βρίσκονται σε επίπεδα 60% χαµηλότερα σε σχέση µε τα ιστορικά υψηλά του 2008.
Σε έκθεση που είχε δηµοσιεύσει πριν εκπνεύσει το 2014, η Παγκόσµια Τράπεζα έκανε λόγο για πτώση άνω του 10% στις τιµές για το σύνολο του έτους, παρά το γεγονός ότι στο τρίτο τρίµηνο σηµειώθηκε ανάκαµψη 4,9% την οποία ακολούθησε νέα µικρή αύξηση κάτω του 1% στο τέταρτο τρίµηνο. Συνολικά, ωστόσο, ήδη από το τελευταίο τρίµηνο του 2014 οι τιµές ήταν 4% χαµηλότερες σε σχέση µε ένα χρόνο πριν. Σηµειώνεται εδώ ότι ήδη το 2013 οι τιµές υποχώρησαν κατά 13% σε σύγκριση µε το 2012.

Την πτωτική πορεία των λιπασµάτων σιγοντάρει το φυσικό αέριο οι τιµές του οποίου, όπως φαίνεται και από το διάγραµµα που δηµοσιεύουµε (βλ. δεξιά) έχουν µειωθεί κατά περισσότερο από 50% µέσα σε διάστηµα ενός χρόνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περασµένη Παρασκευή το αέριο έκλεισε στα 2.571 δολάρια, τιµή χαµηλότερη κατά 43%  σε σχέση µε εκείνη που διαπραγµατευόταν στις 21 Νοεµβρίου του 2014.


Αύξηση 25% στη ζήτηση µεταξύ 2008-2018
Παρά τις πιέσεις στις τιµές, πάντως, οι µακροπρόθεσµες προοπτικές της βιοµηχανίας λιπασµάτων είναι θετικές δεδοµένου ότι η αύξηση του πληθυσµού και οι ανάγκες πλήρους αξιοποίησης των διαθέσιµων καλλιεργήσιµων εκτάσεων προβλέπεται να κρατήσουν ζωντανή τη ζήτηση για λιπάσµατα. Η µείωση των τιµών των αγροτικών εµπορευµάτων αποτελεί έναν σηµαντικό πονοκέφαλο (καθώς στερεί από τους παραγωγούς πολύτιµο εισόδηµα που θα επένδυαν στις εισροές)  από την άλλη, όµως, η πτώση των πρώτων υλών καθιστά τα λιπάσµατα πιο προσιτά. Σύµφωνα µε το FAO, η κατανάλωση λιπασµάτων αναµένεται το 2018 να ξεπεράσει τους 200,5 εκατ. τόνους, νούµερο 25% µεγαλύτερο από το αντίστοιχο του 2008.


Το φυσικό αέριο δίνει... αέρα στις μετοχές των λιπασματάδων

Ως σκαλοπάτι για την άνοδο των µετοχών των µεγάλων «παικτών» της παγκόσµιας αγοράς λιπασµάτων φαίνεται ότι λειτουργεί η µείωση των τιµών του φυσικού αερίου ενώ, εξαιτίας και των χαµηλών τιµών, οι εταιρείες µιλούν και για ενίσχυση της ζήτησης ενόψει της εαρινής καλλιεργητικής σεζόν.
Την περασµένη Παρασκευή το φυσικό αέριο έκλεισε στα 2.571 δολάρια, τιµή χαµηλότερη κατά 11% από το µέσο όρο των δύο πρώτων µηνών του 2015 και 43% µειωµένη σε σχέση µε εκείνη που διαπραγµατευόταν στις 21 Νοεµβρίου του 2014. Την Τρίτη 11 Φεβρουαρίου η µετοχή της Mosaic ενισχυόταν 2,8% στο χρηµατιστήριο της Ν. Υόρκης,  εκείνη της K+S σηµείωνε άνοδο 2,3% στη Φρανκφούρτη ενώ η PotashCorp κέρδιζε 3,9% στο χρηµατιστήριο του Τορόντο.

«Τσιμπημένες» ελέω της εαρινής σεζόν οι διεθνείς τιμές

Mε την εαρινή καλλιεργητική σεζόν στο βόρειο ηµισφαίριο να βρίσκεται προ των πυλών και τις σπορές σε πολλά προϊόντα να έχουν ήδη ξεκινήσει, η ζήτηση για λίπασµα τις τελευταίες εβδοµάδες παρουσιάζει αυξηµένη. Την ίδια στιγµή, όµως, αυξήσεις καταγράφονται και στις τιµές κάποιων λιπασµάτων κάτι που µάλλον δε δικαιολογείται από τα θεµελιώδη της αγοράς ούτε βεβαίως από τη µείωση του κόστους παραγωγής.
Σύµφωνα µε το δελτίο παρακολούθησης τιµών λιπασµάτων DTN, το Φεβρουάριο οι τιµές στη διεθνή αγορά κινούνται µεν ανοδικά αλλά µε «ελεγχόµενους» ή, αλλιώς, αργούς ρυθµούς. Οκτώ από τα πλέον βασικά λιπάσµατα βρίσκονται αυτή τη στιγµή σε υψηλότερα µεν επίπεδα σε σχέση µε ένα µήνα πριν, αλλά οι αυξήσεις δεν είναι ιδιαίτερα µεγάλες. Πιο συγκεκριµένα, το φωσφορικό διαµµώνιο κυµαίνεται σε µια µέση τιµή 569 δολαρίων/τόνο, το φωσφορικό µονοαµµώνιο στα 597 δολάρια/τόνο, το κάλιο βρίσκεται στα 488 δολάρια/τόνο και η ουρία στα 473 δολάρια τον τόνο.
Το 10-34-0 είχε µια µέση τιµή 589 δολάρια/τόνο, η άνυδρη (αµµωνία) στα 707 δολάρια/τόνο ενώ το UAN28 (διάλυµα ουρίας και νιτρικής αµµωνίας µε περιεκτικότητα 28% σε άζωτο) στα 329 δολάρια/τόνο και το UAN32 στα 369 δολάρια/τόνο.
Το αξιοσηµείωτο είναι ότι οι αυξήσεις στις τιµές έρχονται σε µια εποχή που οι τιµές των βασικών εµπορευµάτων είναι σηµαντικά χαµηλότερες σε σχέση µε ένα χρόνο πριν ενώ πιέζονται περαιτέρω και από την ανοδική πορεία του δολαρίου.

Ο καιρός φρενάρει τη ζήτηση
Στη χώρα µας, ο χειµωνιάτικος καιρός που επικράτησε τις τελευταίες εβδοµάδες φαίνεται ότι έχει καθυστερήσει τις σπορές σε αρκετές περιοχές της χώρας και ιδίως στη Βόρεια και Βορειοανατολική Ελλάδα µε αποτέλεσµα η ζήτηση για λίπασµα να παρουσιάζεται σχετικά υποτονική για τα δεδοµένα της εποχής. Η βελτίωση των καιρικών συνθηκών  θεωρείται δεδοµένο ότι θα αναζωπυρώσει τη ζήτηση.
Σύµφωνα µε εκτιµήσεις παραγόντων του κλάδου, το 2014 έκλεισε –για δεύτερη σερί χρονιά- µε θετικό πρόσηµο όσον αφορά στην κατανάλωση η οποία ήταν αυξηµένη κατά 6% σε σχέση µε ένα χρόνο πριν. Συγκεκριµένα, υπολογίζεται ότι την περυσινή χρονιά καταναλώθηκαν 761.070 τόνοι λιπάσµατος έναντι 743.770 τόνων το 2013 και 731.060 τόνοι το 2012.
Τα νούµερα φυσικά απέχουν από τους περίπου 708.000 τόνους του 2009 (όταν και η αγορά έπιασε «πάτο», όπως λένε οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων) αλλά πολύ περισσότερο από τους 1,25 εκατ. τόνους του 2007 και τους 925.250 τόνους του 2008.
Σύµφωνα µε τον ΣΠΕΛ µια «φυσιολογική» για τα δεδοµένα της χώρας και τον αριθµό των καλλιεργούµενων στρεµµάτων ετήσια κατανάλωση θα ήταν της τάξης του 1 εκατ. τόνους το χρόνο. Γεγονός που, κατά το σύνδεσµο, σηµαίνει ότι το φαινόµενο της υπολίπανσης συνεχίζεται. 

πηγη:www.agronews.gr