Το κριθάρι που
καλλιεργείται σε εύκρατες και υγρές περιοχές
παρασιτίζεται από δέκα
περίπου βακτήρια και μύκητες με σημαντικές οικονομικές συνέπειες. Μερικά
από τα παθογενή προσβάλλουν και άλλα μέρη του φυτού (Mathre, 1982). Η
σοβαρότητα των φυλλικών ασθενειών στο κριθάρι και το ποσοστό μείωσης της
απόδοσης σε καρπό, είναι αποτέλεσμα της ειδικής μολυσματικότητας της
ασθένειας, της οξύτητας προσβολής, της αντοχής της ποικιλίας-ξενιστού,
της θερμοκρασίας και υγρασίας κατά τη διάρκεια της προσβολής καθώς
επίσης και του σταδίου ανάπτυξης του φυτού. Πρακτικά οι ασθένειες των
φύλλων στο κριθάρι αντιμετωπίζονται με καλλιεργητικές πρακτικές (όργωμα,
αμειψισπορά), με χρήση φυτοπροστατευτικών ουσιών και κυρίως με
ανθεκτικές ποικιλίες μέσω της γενετικής βελτίωσης. Για τις
εδαφοκλιματικές συνθήκες της χώρας μας στο κριθάρι μπορούμε να
εντοπίσουμε κυρίως τρεις ασθένειες με οικονομικό ενδιαφέρον :- Ωίδιο (Erysiphe gramminis)
Το ωίδιο προσβάλλει
τόσο το ανοιξιάτικο όσο και το χειμωνιάτικο κριθάρι σε περιοχές που ο
καιρός είναι κρύος και υγρός κατά την περίοδο ανάπτυξης του φυτού
(Dickson, 1956). Παρατηρήθηκε αύξηση από 6 έως 26% της απόδοσης με την
χρήση μυκητοκτόνου για το ωίδιο (Brooks, 1972). Επίσης οι Large και
Doling (1962) βρήκαν ότι το ποσοστό απόδοσης που χάνεται από το ωίδιο,
είναι 2,5 x την τετραγωνική ρίζα της βαθμολογίας του ωιδίου. Πρώιμη
σοβαρή προσβολή ωιδίου, μειώνει την ανάπτυξη της ρίζας, τον αριθμό των
αδελφιών με στάχυα καθώς και το μέγεθος του σπόρου (Brooks 1972). Όταν η
προσβολή ήταν λιγότερο σοβαρή, τότε επηρέαζε μόνο το μέγεθος του
κόκκου. Από τους Little και Doodson (1972), προτάθηκε μία κλίμακα
βαθμολόγησης του ωιδίου με 0 για την ευαίσθητη και 9 για την ανθεκτική
ποικιλία κριθαριού.
|
- Ελμινθοσπόριο (Helminthosporium sativum, H. gramineum, H. teres)
Το κοινό ελμινθοσπόριο (Helminthosporium sativum)
παρουσιάζεται όταν χρησιμοποιείται σπόρος από υγρές και θερμές
συνθήκες. Προσβάλλει ένα μεγάλο αριθμό ειδών της οικογενείας Gramineae
(Sprague, 1950). Αποθηκευμένοι σπόροι που έχουν μεγάλη επιβάρυνση από Η.
sativum είχαν ως αποτέλεσμα μία μέση μείωση της απόδοσης 15% σε περίοδο
δύο ετών, χωρίς να εμφανιστούν συμπτώματα ασθένειας στα φύλλα των φυτών
στο χωράφι, (Whittle και Richarson, 1978). Σύμφωνα με τον Clark (1979)
το Helminthosporium sativum έδειξε μία μείωση της απόδοσης κατά 26% και
16%, αντίστοιχα όπως επίσης και μια μείωση 10% στο βάρος του κόκκου.
Τέλος η προσβολή της ασθένειας, έδειξε μέσα στα προσβεβλημένα φυτά να
αυξάνεται ανάλογα με τα επίπεδα αζώτου (Pepper, 1966).
|
Το γραμμωτό ελμινθοσπόριο (Helminthosporium gramineum)
εξελίχθηκε σαν ένα κύριο πρόβλημα σε μερικές περιοχές. Σε μια Νορβηγική
μελέτη (Magnus, 1979), παρουσιάστηκε μείωση της απόδοσης κατά 0,79% για
κάθε 1% της προσβολής του H. gramineum σε καλλιέργεια κριθαριού με μέση
προσβολή 15,6%. Επίσης οι Mathur κ.ά. (1964) βρήκαν μείωση του αριθμού
των γονίμων αδελφιών, του αριθμού των κόκκων ανά στάχυ και του βάρους
των κόκκων ανά στάχυ, που οφείλεται στο H. gramineum, καθώς και μια
μείωση της απόδοσης κατά 0,86% για κάθε 1% της προσβολής της ασθένειας.
Αντοχή σε ποικιλίες ανοιξιάτικες κριθαριού υπάρχει σε ευρεία κλίμακα στο
εμπόριο, ενώ στις χειμωνιάτικες ποικιλίες είναι πιο σπάνιο (Kline,
1971).
|
Το δικτυωτό ελμινθοσπόριο Helminthosporium teres),
είναι ασθένεια που επιβιώνει στον σπόρο και το άχυρο κάτω από υψηλές
αλλά και χαμηλές θερμοκρασίες. Πόσο μακρυά μπορούν να μεταφερθούν τα
ασκοσπόρια και τα κονίδια του μύκητα δεν γνωρίζουμε, αλλά μπορεί να
είναι και μακρυνές αποστάσεις σύμφωνα με τους Shipton et al., 1973. Ο
ίδιος ερευνητής αναφέρει ότι η οικονομική σημασία είναι αμφισβητούμενη.
Συνήθως εμφανίζεται σαν μίγμα με άλλες ασθένειες του φύλλου, κάνοντας
την εκτίμηση της οικονομικής του σπουδαιότητας δύσκολη. Μία αύξηση όμως
της απόδοσης κατά 8,1% επιτεύχθηκε με την χρήση φυλλικών μυκητοκτόνων
(Buchannon and Wallace, 1962). Μείωση κατά 50,7% στην παραγωγή
αναφέρθηκε στην Αυστραλία η οποία είχε σαν αιτία το δικτυωτό
ελμινθοσπόριο κατά τη διάρκεια πειραμάτων με ψεκασμούς μυκητοκτόνων
(Piening and Kaufman, 1969).
|
- Ρυγχοσπόριο (Rhynchosporium secalis)
Το ρυγχοσπόριο (Rhynchosporium secalis),
μεταδίδεται με το σπόρο και αναπτύσσεται κάτω από κρύες και υγρές
συνθήκες (Kiesling, 1985). Μετά από προσβολή της ασθένειας παρουσιάστηκε
μια μείωση του βάρους των κόκκων, του αριθμού των στάχεων ανά μονάδα
επιφανείας και του αριθμού των κόκκων ανά στάχυ, σύμφωνα με τους James
κ.ά. (1968). Οι ίδιοι ερευνητές αναφέρουν επίσης ότι η μείωση της
απόδοσης συσχετίζεται με το ποσοστό της προσβολής στο τελευταίο φύλλο
(φύλλο σημαία) και στο δεύτερο φύλλο.
|
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Brooks, D.H. 1972.
Observations on the effects of mildew, Erysiphe graminis, on growth of
spring and winter barley. Ann. Appl. Biol. 70 : 149-156.
Buchannon, K.W., and
H.A. Wallace. 1962. Note on the effectof leaf deseaseson yield, bushel
weight and thousant-kernel weightof Parklandbarley. Can. J. Plant Sci.
42:534-536.
Clark, R.V. 1979. Yield losses in barley cultivars caused by spot blotch. Can. J. Plant Pathol. 2 : 113-117.
James, W.C., E.E.
Jenkins, and J.L. Jemmett. 1968. The relationship between leaf blotch
caused by Rhynchosporium secalis and losses in grain yield of spring
barley. Am. Appl. Biol. 62 : 273-288.
Kiesling, R.L.1985.
The diseases of barley. (Ed.D.C. Rasmusson) p269-299. Agron. Monograph
26. ASA-CSSA-SSSA Madison, WI 53711-USA.
Large, E.C., and D.A. Doling. 1962. The measurement of cereal mildew and its effect on yield. Plant Pathol. 11 : 47-57.
Little, R., and J.K.
Doodson. 1972. The reaction of spring barley cultivars to mildew, their
diseases resistance rating and an interim report on their yield response
to mildew control. J. Nat. Inst. Agric. Bot. 12 : 447-455.
Magnus, H.A. 1979.
Relationship between barley stripe disease and yield decrease in seed
dressing trials. Sammenheng mellom stripesyke og avlingredu-ksyon i
bygg. Forsk. Fors. Landbruket 30 : 259-267.
Mathre, D.E. 1982. Compendium of Barley Diseases. Phytopathol. Soc. St. Paul, MN.
Mathur, R.S., S.C.
Mathur, and G.K. Bajpai. 1964. An attempt to estimate loss caused by the
stripe disease of barley. Plant Dis. Rep. 48 : 708-710.
Pepper, E.H. 1966. Barley foliar disease and senescence--a hypothesis. Am. Soc. Brew. Chem. Proc. 1966 : 101-108.
Piening. L., and
Kaufman. 1969. Comparison of the effects of the net blotch and leaf
removal on yield in barley. Can. J. Plant Sci. 49:731-735.
Shipton, W.A., T.N. Khan, and W.I.R. Boyd. 1973. Net blotch of barley. Rev. Plant Pathol. 52:269-290.
Sprague, R. 1950. Diseases of cereals and grasses in North America. The Ronald Press Co., New York.
Whittle A.M., and
M.J. Richardson. 1978. Yield loss caused by Cochliobolus sativus on
Clermont barley. Phytopathol. Z. 91 : 238-256.
πηγη:www.cerealinstitute.gr