Ιστορία, καλλιέργεια και προστασία με τη βοήθεια των επιστημόνων
25/02/2013Από τις αρχαιολογικές ανασκαφές στη Σαντορίνη του 17ου αιώνα μέχρι τη σημερινή αναβίωση και ευρωπαϊκή κατοχύρωση μέσω του συστήματος ΠΟΠ/ΠΓΕ τα ελληνικά όσπρια
παρουσιάζουν μία ζηλευτή ανθεκτικότητα τόσο στο ελληνικό τραπέζι όσο και στον καμβά των ντόπιων καλλιεργειών.
Σε αυτό το ταξίδι της επιστροφής μας ξενάγησαν οι επιστήμονες που συμμετείχαν την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου στη 2η Επιστημονική Συνάντηση για τις τοπικές ποικιλίες που είχε τίτλο «Ελληνικά Όσπρια: αναδεικνύοντας την πλούσια κληρονομιά μας».
Παρουσιάστηκαν τα ευρήματα αρχαιολογικών ανασκαφών από τις γεωργικές καλλιέργειες της Θήρας του 17ου αιώνα, έγιναν γλωσσικές και λαογραφικές επισημάνσεις σε λαϊκές ονομασίες τοπικών ποικιλιών οσπρίων, αναδείχτηκε η ποικιλότητα των τοπικών ποικιλιών οσπρίων που πρέπει να διατηρηθεί και να αξιοποιηθεί. Στη συνέχεια παρουσιάστηκαν τα θεσμικά πλαίσια (ευρωπαϊκό και ελληνικό) που αφορούν στην εγγραφή και πιστοποίηση των τοπικών ποικιλιών οσπρίων. Εξάλλου, η εφαρμογή της τεχνολογίας DNA-Barcoding, που αναπτύχτηκε κατά την διάρκεια της Επιστημονικής Συνάντησης, μπορεί να συμβάλλει στην προστασία τους από την νοθεία και τις ελληνοποιήσεις. Τονίστηκε ο έλεγχος της φυτο-υγείας από ιούς που πρέπει να γίνεται κατά την αναπαραγωγή και η προστασία από τα έντομα που προσβάλλουν τα όσπρια.
Υψηλό ποσοστό σπόρων χάνεται στην αποθήκη
Τεχνικές καταπολέμησης των εντόμων που αναπτύσσονται στα ξερά όσπρια
Οι απώλειες προϊόντων από έντομα μετά τη συγκομιδή ανέρχονται από 1 έως 25%, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (F.Α.Ο.). Ιδιαίτερα για τις τοπικές ποικιλίες οσπρίων, οι προσβολές εκτιμώνται αυξημένες καθώς η παραγωγή τους είναι μικρή, σε απομονωμένες περιοχές, ενώ η προστασία τους είναι σχετικά περιορισμένη, αναφέρει ο γεωπόνος, Γεώργιος Χιντζόγλου και αναφέρεται στα έντομα που προσβάλλουν τους σπόρους οσπρίων στον αγρό και στην αποθήκη και ονομάζονται κοινά ως βρούχοι: Bruchus pisorum (μπιζέλια), Bruchus rufimanus (κουκιά), Bruchus pallidicornis (φακή), Callosobruchus ornatus (ρεβύθια), Acanthoscelides obtectus (φασόλια).
Είναι έντομα με μεγάλη εξειδίκευση στην επιλογή των ξενιστών τους, καθώς τα περισσότερα προσβάλλουν ένα μόνο είδος οσπρίου. Οι προσβολές που προκαλούνται από τους βρούχους θεωρούνται «πρωτογενείς» και είναι οι εξής:
● άνοιγμα οπών στους χέδρωπες των οσπρίων,
● μείωση της βλαστικότητάς τους και
● μείωση της εμπορικής τους αξίας.
Η καταπολέμηση των συγκεκριμένων εντόμων γίνονται με τους εξής τρόπους:
Μηχανικές μέθοδοι απεντόμωσης, όπως πίεση, ξήρανση, κοσκίνισμα, κενό αέρος, ασφυξία με έλαια ή πλύσιμο με νερό υπό ισχυρή πίεση.
Φυσικές μέθοδοι απεντόμωσης, όπως η υψηλή θερμοκρασία, ψύχος ή ηλεκτροστατικό πεδίο.
Βιολογική καταπολέμηση με παρασιτοειδή όπως το Lariophagus distinguendus που παρασιτεί προνύμφες του Acanthoscelides obtectus (βρούχος των φασολιών), αρπακτικά όπως το Xylocoris flavipes για ωά, προνύμφες και νύμφες του A. obtectus, το Anisopteromalus calandrae για προνύμφες του A. obtectus ή εντομοπαθογόνοι μύκητες του γένους Beauveria.
Χημικές μέθοδοι απεντόμωσης με τη χρήση του άοσμου Pirimiphos methyl, των φωσφινογόνων σκευασμάτων ή των αιθέριων ελαίων.
Ιχνηλασιμότητα με ανάλυση του DNA
Σύμφωνα με την παρουσίαση του Π. Μαδέση από το Ινστιτούτο Αγροβιοτεχνολογίας, «με τη βοήθεια της τεχνικής DNA Barcoding μπορούμε να αναγνωρίσουμε φυτικά είδη, ενώ ο συνδυασμός μικροδορυφόρων και της HRM μπορεί να διαχωρίσει και ποικιλίες του ίδιου είδους». Πρόκειται για το αποτέλεσμα ερευνητικής εργασίας, στους συντελεστές της οποίας αναφέρεται και ο υπουργός, Αθ. Τσαυτάρης. Ο τελευταίος, εξάλλου, προωθεί τη μέθοδο ιχνηλασιμότητας μέσω του DNA των οσπρίων σε πολλές αναφορές του για την καταπολέμηση της «ελληνοποίησης» εισαγόμενων οσπρίων. Με αυτή τη μέθοδο μπορούν να αναγνωριστούν κασι άλλα φυτά και τρόφιμα με ονομασία προέλευσης, καθώς και προσμίξεις σε ΠΟΠ (και όχι μόνο) τρόφιμα.
Εξερευνώντας τον γενετικό πλούτο των τοπικών ποικιλιών
Η ανασκόπηση του γενετικού πλούτου των οσπρίων στην χώρα μας δείχνει ότι υπάρχουν εκατοντάδες τοπικών ποικιλιών που είτε καλλιεργούνται ακόμα ή φυλάσσονται σε Τράπεζες γενετικού Υλικού. Αυτό το δυναμικό, αφού μελετηθεί, μπορεί να καλλιεργηθεί στον αγρό και να συνδυαστεί με παραγωγή προϊόντων ποιότητας με προστιθέμενη αξία που θα αποφέρουν κέρδος στον αγρότη. Παραδείγματα τοπικών ποικιλιών που έχουν αξιοποιηθεί είναι η φάβα Σαντορίνης και Φενεού, τα φασόλια Πρεσπών και Καστοριάς.
Τα όσπρια απετέλεσαν μέλος της τετράδας της Μεσογειακής και Ελληνικής διατροφής μαζί με το ψωμί, το λάδι και το κρασί.
Γι’ αυτό και ένας μεγάλος αριθμός τοπικών ποικιλιών οσπρίων έχει δημιουργηθεί και διατηρείται σε διάφορες περιοχές της χώρας μας
Τα όσπρια που καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι τα φασόλια, το μπιζέλι, η φακή, το ρεβίθι, τα λαθούρια, το κουκί, τα λούπινα, τα μαυρομάτικα φασόλια ή βίγνες.
Τα εξι είδη των οσπρίων εξημερώθηκαν στον Παλαιό Κόσμο και διαδόθηκαν στην Ελλάδα μεταγενέστερα, προσαρμόστηκαν τοπικά σε νέες περιβαλλοντικές συνθήκες και διαφοροποιήθηκαν. Εξαίρεση αποτελούν τα λαθούρια που εξημερώθηκαν στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα απετέλεσε πόλο έλξης εξερευνητικών αποστολών γενετικού υλικού που συνέλεξαν μεταξύ των άλλων και όσπρια σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Από την παρουσίαση «Ποικιλότητα τοπικών ποικιλιών οσπρίων στην Ελλάδα» των Μπεμπέλη Πηνελόπης και Θανόπουλου Ροίκου