Εξασφαλισμένη
είναι η απορρόφηση της παραγωγής, καθώς το προϊόν βρίσκεται σε
ανεπάρκεια, όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια αγορά
Μπορεί η καλλιέργεια κάστανου να μη θεωρούνταν τα προηγούμενα χρόνια ελκυστική στη χώρα μας, ωστόσο δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό άξονα ανάπτυξης ορεινής οικονομίας σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Η Ελλάδα, ενώ θα μπορούσε να είναι εξαγωγική, εισάγει τα τελευταία χρόνια περίπου 7.000 τόνους νωπό κάστανο από την Τουρκία, την Πορτογαλία και πρόσφατα από την Κίνα και τη Ν. Κορέα, ενώ απροσδιόριστη ποσότητα επεξεργασμένου κάστανου εισάγεται από την Ιταλία και τη Γαλλία.
Αυτό
που διαπιστώνουν οι ειδικοί ερευνητές που ασχολούνται με την προώθηση
προσοδοφόρων καλλιεργειών σε απάντηση εκείνων που συντηρούνταν επί
δεκαετίες με τις καλλιέργειες, είναι πως, δυστυχώς, η διαχρονική έλλειψη
σχεδιασμού για τις εναλλακτικές καλλιέργειες και η έλλειψη πολιτικών
υποστήριξης των ορεινών πληθυσμών που εξανάγκασε τους νέους να
μετακινηθούν στα αστικά κέντρα, έφεραν την καστανοκαλλιέργεια στην
Ελλάδα, σχεδόν σε καθεστώς εγκατάλειψης.
Η ελληνική μέση ετήσια παραγωγή κάστανου υπολογίζεται σήμερα σε περίπου 12.000 τόνους από 18.000 τόνους που έφθανε τη δεκαετία του 1960 και υπάρχει δυνατότητα τουλάχιστον διπλασιασμού της ποσότητας αυτής.
Είναι, άλλωστε, ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το κάστανο αποτελεί προϊόν εν ανεπαρκεία όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια αγορά. Ετσι, η τάση για αύξηση της παραγωγής έχει εξασφαλισμένη την απορρόφηση, γεγονός που δεν συμβαίνει με άλλα ελληνικά προϊόντα.
Ενας εκ των βασικότερων λόγων που συνέβαλαν στην υποβάθμιση της καστανοκαλλιέργειας στη χώρα μας ήταν η ασθένεια του έλκους της καστανιάς, η οποία μέχρι τις αρχές της 10ετίας του '90 είχε εξαπλωθεί στο μεγαλύτερο τμήμα της χώρας.
Ωστόσο, τα αισιόδοξα αποτελέσματα της βιολογικής καταπολέμησης του έλκους της καστανιάς τα τελευταία χρόνια από την Ειδική Γραμματεία Ανάπτυξης & Προστασίας Δασών και Φυσικών Οικοσυστημάτων σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, ενθάρρυναν ιδιοκτήτες ορεινών εγκαταλελειμμένων εκτάσεων να φυτέψουν και πάλι καστανιές.
Η τυποποίηση προσδίδει προστιθέμενη αξία
Η τυποποίηση και η μεταποίησή του κάστανου είναι σχεδόν άγνωστα στην Ελλάδα. Αν και παραδοσιακό προϊόν, το κάστανο αποτελεί στην Ελλάδα έναν «παρεξηγημένο» καρπό καθώς καταναλώνεται για μόνον περίπου πέντε μήνες τον χρόνο, δηλαδή τρεις μήνες πριν από τα Χριστούγεννα και δύο μήνες μετά. Περίπου το 90% της ελληνικής παραγωγής κάστανου καταναλώνεται στο εσωτερικό, ψητό ή βραστό.
Το 10% φέρεται στην αγορά ως marrons glaces και πωλείται σε αστρονομικές τιμές (16-20 ευρώ ανά κιλό) ή ως γλυκό συντηρημένο σε σιρόπι που παρασκευάζεται τοπικά από οικογενειακής κλίμακας μικρές επιχειρήσεις (περιοχές Πηλίου, Καρπενησίου κ.ά.). Προϊόντα όπως η φαρίνα, ο πουρές και η κρέμα, κάστανα συντηρημένα σε νερό ή συσκευασμένα σε κενό, ηδύποτα και εξαιρετική μπίρα είναι άγνωστα στα ελληνικά νοικοκυριά και στον μέσο Ελληνα. Η μεταποίηση της ελληνικής παραγωγής θα προσδώσει προστιθέμενη αξία στο προϊόν, θα «ανοίξει» την αγορά και θα δημιουργήσει προϋποθέσεις εξαγωγών με τελικό στόχο την αύξηση του εισοδήματος του αγρότη.
Απόσβεση σε δύο χρόνια
4.000 ευρώ τον χρόνο η απόδοση για καλλιέργεια 10 στρεμ.
Το κόστος για την καλλιέργεια καστανιάς σε μια έκταση 10 στρεμμάτων ανέρχεται σε 8.000 ευρώ, ενώ τα ετήσια καθαρά κέρδη φτάνουν τις 4.000 ευρώ. Βάσει, δηλαδή, του κόστους και της ετήσιας απόδοσης η απόσβεση της επένδυσης θα έχει ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια από τη στιγμή που αρχίσει η καρποφορία.
Η μέση τιμή εμβολιασμένων δενδρυλλίων καστανιάς είναι 3-4 ευρώ και επομένως το κόστος εγκατάστασης ανά στρέμμα ανέρχεται σε:
Στην Ελλάδα υπάρχουν 6 σαφείς πληθυσμοί και όχι ποικιλίες φρουτοπαραγωγικών δένδρων καστανιάς, οι οποίοι διακρίνονται μάλλον από τη γεωγραφική τους διασπορά παρά από τις γενετικές τους διαφορές.
Αυτοί είναι από Β προς Ν οι: 1. Κοζάνης ή Βοΐου, 2. Βόλου ή Πηλίου, 3. Καρπενησίου, 4. Πάρνωνα, 5. Λέσβου και 6. Κρήτης.
Οι εν λόγω πληθυσμοί έχουν εγκλιματιστεί και η ποσοτική και ποιοτική απόδοσή τους είναι ικανοποιητική. Οπως βέβαια επισημαίνει ο κ. Στέφανος Διαμαντής, ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών, είναι λυπηρό πως οι πληθυσμοί αυτοί δεν έχουν μελετηθεί και αξιολογηθεί επαρκώς και βέβαια δεν έχουν πιστοποιηθεί ώστε σε κάθε περιοχή να χρησιμοποιείται το άριστο τοπικό γενετικό υλικό.
Αν και στο ΦΕΚ 1952 Β'/23.9.2009 δημοσιεύτηκε ο «Τεχνικός Κανονισμός Ελέγχου και Πιστοποίησης πολλαπλασιαστικού υλικού οπωροφόρων φυτών και δένδρων που προορίζονται για την παραγωγή φρούτων, κατηγοριών ανωτέρων της κατηγορίας CAC που παράγεται στη χώρα μας», στον οποίο περιλαμβάνονται η καστανιά και η καρυδιά, είναι λυπηρό που καμία ενέργεια δεν έχει γίνει από το ΥΑΑ & Τ για την ανάθεση της σχετικής μελέτης για την καστανιά και την καρυδιά.
Καλλιεργητές που ιδρύουν νέους σύγχρονους καστανεώνες καταφεύγουν στην προμήθεια εισαγόμενων γαλλικών ποικιλιών καστανιάς και κυρίως των Marigoule και Marsol σε υπερβολικά υψηλές τιμές, οι οποίες όμως δεν υπερτερούν σε χαρακτηριστικά των ελληνικών.
Πώς μπορεί να αυξηθεί η παραγωγή
Η καλλιέργεια της καστανιάς που υποστηρίζεται από το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών απευθύνεται σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές της χώρας και μπορεί να αξιοποιήσει χιλιάδες στρέμματα που σήμερα παραμένουν ακαλλιέργητα. Παρόλο μάλιστα που η καστανιά αναπτύσσεται σε 28 νομούς, η καστανοκαλλιέργεια εμφανίζεται σε καθεστώς εγκατάλειψης σε όλα τα επίπεδα (κυβέρνησης, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και παραγωγών), ενώ και το κάστανο στην ελληνική αγορά είναι ένα παρεξηγημένο προϊόν. Καταναλώνεται σε ποσοστό περίπου 90% ως νωπό, τρεις μήνες πριν από τα Χριστούγεννα και τρεις μήνες μετά.
Η Ελλάδα, αν και θα μπορούσε να είναι εξαγωγική χώρα, εισάγει 6.000-7.000 τόνους νωπό κάστανο ετησίως από την Τουρκία, την Πορτογαλία, την Κίνα και τη Ν. Κορέα και άγνωστη ποσότητα μεταποιημένου από την Ιταλία και τη Γαλλία.
Η ελληνική παραγωγή κάστανου μπορεί όχι μόνο να ανακάμψει, αλλά και να διπλασιαστεί, αρκεί να υπάρξει μια δυναμική πολιτική που να επικεντρωθεί στα εξής σημεία:
Η καλλιέργεια της καστανιάς μπορεί να αξιοποιήσει σημαντικό ποσοστό ορεινών και ημιορεινών περιοχών της χώρας. Σύμφωνα με την παραδοσιακή τεχνική, οι παραγωγοί φυτεύουν άγρια υποκείμενα στα κτήματά τους σε φυτευτικό σύνδεσμο από 8Χ8 έως 10Χ10 μ. Οταν τα δενδρύλλια φθάσουν σε ηλικία περίπου 3 ετών, τότε προβαίνουν σε εμβολιασμό (ενοφθαλμισμό ή με σχιστό και υπόφλοιο εγκεντρισμό) με εμβόλια τα οποία προμηθεύονται από εκλεκτούς φαινότυπους (plus trees) που κατά την κρίση τους εντοπίζουν σε δικά τους ή γειτονικά κτήματα.
Ομως, στον 21ο αιώνα η προσέγγιση αυτή είναι εντελώς απαράδεκτη. Οι παραγωγοί θα πρέπει πρώτα να προβαίνουν σε εδαφολογική ανάλυση των αγροτεμαχίων τους. Εάν το έδαφος είναι κατάλληλο, θα πρέπει να κάνουν έρευνα αγοράς και να προμηθεύονται τα δενδρύλλια επιθυμητής ποικιλίας ή προέλευσης. Μετά την καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς και τον έλεγχο της μελάνωσης με φειδωλή άρδευση, δεν υπάρχει κανένας λόγος οι ενδιαφερόμενοι καλλιεργητές να καταφεύγουν σε γαλλικές ή άλλες ξενόφερτες ποικιλίες με άνοστο καρπό («πατάτα») και οι οποίες διαφημίζονται ως ανθεκτικές σε ασθένειες.
Τροφή με υψηλή θερμιδική αξία
Το κάστανο αποτελεί καρπό πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία (άμυλο, σάκχαρα, πρωτεΐνες, λίπη και φυτικές ίνες), μεταλλικά στοιχεία και βιταμίνες Β1, Β2, Β3, Β5, C, ενώ αποτελεί τροφή με αρκετά υψηλή θερμιδική αξία χωρίς χοληστερόλη (189 θερμίδες / 100 γραμ.). Σημειώνεται πως η βιταμίνη C είναι θερμο-ανθεκτική και επομένως δεν διασπάται κατά το βράσιμο ή ψήσιμο των καρπών. Η γεύση της σάρκας του καρπού είναι υπόγλυκη, ζαχαρώδης και στους άγριους καρπούς ελαφρά πικρή, ιδιαίτερα όταν τρώγεται με το περισπέρμιο (χνουδωτή επιδερμίδα).
Ευεργετικό για την υγεία το μέλι καστανιάς
Το μέλι ανθέων καστανιάς δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στη χώρα μας. Είναι σκουρόχρωμο και έχει ιδιαίτερα έντονη γεύση και μοναδικό άρωμα. Ομως, το μέλι που παράγεται από άνθη καστανιάς έχει τον ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτήρα να εμποδίζει την ανάπτυξη βακτηριακών προσβολών στον άνθρωπο. Στην Ιταλία το μέλι καστανιάς παραδοσιακά χρησιμοποιείται για επικάλυψη χρόνιων πληγών, εγκαυμάτων και δερματικών ελκών, ακριβώς λόγω της αντιβακτηριακής του δράσης.
Συμπερασματικά, το κάστανο όχι μόνον αποτελεί καρπό υψηλής διατροφικής αξίας, αλλά είναι και εξαιρετικά ευεργετικό για την ανθρώπινη υγεία. Το ίδιο ισχύει και για το μέλι που παράγεται από άνθη καστανιάς.
Που θα απευθυνθώ
Στέφανος Διαμαντής, Ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών, Βασιλικά Θεσσαλονίκης, τηλ.: 2310 461411, e-mail: diamandi@fri.gr
Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικής Ερευνας, τηλ. 210 - 8175410.
ΕΘΝΟΣ
Μπορεί η καλλιέργεια κάστανου να μη θεωρούνταν τα προηγούμενα χρόνια ελκυστική στη χώρα μας, ωστόσο δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό άξονα ανάπτυξης ορεινής οικονομίας σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Η Ελλάδα, ενώ θα μπορούσε να είναι εξαγωγική, εισάγει τα τελευταία χρόνια περίπου 7.000 τόνους νωπό κάστανο από την Τουρκία, την Πορτογαλία και πρόσφατα από την Κίνα και τη Ν. Κορέα, ενώ απροσδιόριστη ποσότητα επεξεργασμένου κάστανου εισάγεται από την Ιταλία και τη Γαλλία.
Η ελληνική μέση ετήσια παραγωγή κάστανου υπολογίζεται σήμερα σε περίπου 12.000 τόνους από 18.000 τόνους που έφθανε τη δεκαετία του 1960 και υπάρχει δυνατότητα τουλάχιστον διπλασιασμού της ποσότητας αυτής.
Είναι, άλλωστε, ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το κάστανο αποτελεί προϊόν εν ανεπαρκεία όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια αγορά. Ετσι, η τάση για αύξηση της παραγωγής έχει εξασφαλισμένη την απορρόφηση, γεγονός που δεν συμβαίνει με άλλα ελληνικά προϊόντα.
Ενας εκ των βασικότερων λόγων που συνέβαλαν στην υποβάθμιση της καστανοκαλλιέργειας στη χώρα μας ήταν η ασθένεια του έλκους της καστανιάς, η οποία μέχρι τις αρχές της 10ετίας του '90 είχε εξαπλωθεί στο μεγαλύτερο τμήμα της χώρας.
Ωστόσο, τα αισιόδοξα αποτελέσματα της βιολογικής καταπολέμησης του έλκους της καστανιάς τα τελευταία χρόνια από την Ειδική Γραμματεία Ανάπτυξης & Προστασίας Δασών και Φυσικών Οικοσυστημάτων σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, ενθάρρυναν ιδιοκτήτες ορεινών εγκαταλελειμμένων εκτάσεων να φυτέψουν και πάλι καστανιές.
Η τυποποίηση προσδίδει προστιθέμενη αξία
Η τυποποίηση και η μεταποίησή του κάστανου είναι σχεδόν άγνωστα στην Ελλάδα. Αν και παραδοσιακό προϊόν, το κάστανο αποτελεί στην Ελλάδα έναν «παρεξηγημένο» καρπό καθώς καταναλώνεται για μόνον περίπου πέντε μήνες τον χρόνο, δηλαδή τρεις μήνες πριν από τα Χριστούγεννα και δύο μήνες μετά. Περίπου το 90% της ελληνικής παραγωγής κάστανου καταναλώνεται στο εσωτερικό, ψητό ή βραστό.
Το 10% φέρεται στην αγορά ως marrons glaces και πωλείται σε αστρονομικές τιμές (16-20 ευρώ ανά κιλό) ή ως γλυκό συντηρημένο σε σιρόπι που παρασκευάζεται τοπικά από οικογενειακής κλίμακας μικρές επιχειρήσεις (περιοχές Πηλίου, Καρπενησίου κ.ά.). Προϊόντα όπως η φαρίνα, ο πουρές και η κρέμα, κάστανα συντηρημένα σε νερό ή συσκευασμένα σε κενό, ηδύποτα και εξαιρετική μπίρα είναι άγνωστα στα ελληνικά νοικοκυριά και στον μέσο Ελληνα. Η μεταποίηση της ελληνικής παραγωγής θα προσδώσει προστιθέμενη αξία στο προϊόν, θα «ανοίξει» την αγορά και θα δημιουργήσει προϋποθέσεις εξαγωγών με τελικό στόχο την αύξηση του εισοδήματος του αγρότη.
Απόσβεση σε δύο χρόνια
4.000 ευρώ τον χρόνο η απόδοση για καλλιέργεια 10 στρεμ.
Το κόστος για την καλλιέργεια καστανιάς σε μια έκταση 10 στρεμμάτων ανέρχεται σε 8.000 ευρώ, ενώ τα ετήσια καθαρά κέρδη φτάνουν τις 4.000 ευρώ. Βάσει, δηλαδή, του κόστους και της ετήσιας απόδοσης η απόσβεση της επένδυσης θα έχει ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια από τη στιγμή που αρχίσει η καρποφορία.
Η μέση τιμή εμβολιασμένων δενδρυλλίων καστανιάς είναι 3-4 ευρώ και επομένως το κόστος εγκατάστασης ανά στρέμμα ανέρχεται σε:
- Φυτευτικό υλικό 8Χ8 (15 δενδρύλλια ανά στρέμμα) περίπου 60 ευρώ.
- Περίφραξη (πάσσαλοι, σύρμα κ.ά.) περίπου 400 ευρώ.
- Αρδευτικό σύστημα (πλαστική δεξαμενή, λάστιχα κ.ά.) περίπου 350 ευρώ.
- Συνολικά, δηλαδή, το κόστος της επένδυσης ανά στρέμμα φθάνει περίπου τα 800 ευρώ.
Στην Ελλάδα υπάρχουν 6 σαφείς πληθυσμοί και όχι ποικιλίες φρουτοπαραγωγικών δένδρων καστανιάς, οι οποίοι διακρίνονται μάλλον από τη γεωγραφική τους διασπορά παρά από τις γενετικές τους διαφορές.
Αυτοί είναι από Β προς Ν οι: 1. Κοζάνης ή Βοΐου, 2. Βόλου ή Πηλίου, 3. Καρπενησίου, 4. Πάρνωνα, 5. Λέσβου και 6. Κρήτης.
Οι εν λόγω πληθυσμοί έχουν εγκλιματιστεί και η ποσοτική και ποιοτική απόδοσή τους είναι ικανοποιητική. Οπως βέβαια επισημαίνει ο κ. Στέφανος Διαμαντής, ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών, είναι λυπηρό πως οι πληθυσμοί αυτοί δεν έχουν μελετηθεί και αξιολογηθεί επαρκώς και βέβαια δεν έχουν πιστοποιηθεί ώστε σε κάθε περιοχή να χρησιμοποιείται το άριστο τοπικό γενετικό υλικό.
Αν και στο ΦΕΚ 1952 Β'/23.9.2009 δημοσιεύτηκε ο «Τεχνικός Κανονισμός Ελέγχου και Πιστοποίησης πολλαπλασιαστικού υλικού οπωροφόρων φυτών και δένδρων που προορίζονται για την παραγωγή φρούτων, κατηγοριών ανωτέρων της κατηγορίας CAC που παράγεται στη χώρα μας», στον οποίο περιλαμβάνονται η καστανιά και η καρυδιά, είναι λυπηρό που καμία ενέργεια δεν έχει γίνει από το ΥΑΑ & Τ για την ανάθεση της σχετικής μελέτης για την καστανιά και την καρυδιά.
Καλλιεργητές που ιδρύουν νέους σύγχρονους καστανεώνες καταφεύγουν στην προμήθεια εισαγόμενων γαλλικών ποικιλιών καστανιάς και κυρίως των Marigoule και Marsol σε υπερβολικά υψηλές τιμές, οι οποίες όμως δεν υπερτερούν σε χαρακτηριστικά των ελληνικών.
Πώς μπορεί να αυξηθεί η παραγωγή
Η καλλιέργεια της καστανιάς που υποστηρίζεται από το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών απευθύνεται σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές της χώρας και μπορεί να αξιοποιήσει χιλιάδες στρέμματα που σήμερα παραμένουν ακαλλιέργητα. Παρόλο μάλιστα που η καστανιά αναπτύσσεται σε 28 νομούς, η καστανοκαλλιέργεια εμφανίζεται σε καθεστώς εγκατάλειψης σε όλα τα επίπεδα (κυβέρνησης, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και παραγωγών), ενώ και το κάστανο στην ελληνική αγορά είναι ένα παρεξηγημένο προϊόν. Καταναλώνεται σε ποσοστό περίπου 90% ως νωπό, τρεις μήνες πριν από τα Χριστούγεννα και τρεις μήνες μετά.
Η Ελλάδα, αν και θα μπορούσε να είναι εξαγωγική χώρα, εισάγει 6.000-7.000 τόνους νωπό κάστανο ετησίως από την Τουρκία, την Πορτογαλία, την Κίνα και τη Ν. Κορέα και άγνωστη ποσότητα μεταποιημένου από την Ιταλία και τη Γαλλία.
Η ελληνική παραγωγή κάστανου μπορεί όχι μόνο να ανακάμψει, αλλά και να διπλασιαστεί, αρκεί να υπάρξει μια δυναμική πολιτική που να επικεντρωθεί στα εξής σημεία:
- Στην πιστοποίηση του ελληνικού γενετικού υλικού καστανιάς και στην παραγωγή και διάθεση άριστου εντόπιου φυτευτικού υλικού σε προσιτές τιμές.
- Στην καθιέρωση κινήτρων για την αντικατάσταση των υπέργηρων δένδρων με νέα δένδρα, πιο αποδοτικών ποικιλιών ή προελεύσεων και σε διάστημα μίας 10ετίας.
- Στην ίδρυση νέων σύγχρονων καστανεώνων όπου οι κλιματεδαφικές συνθήκες το επιτρέπουν.
- Στη χρήση της καστανιάς σε αναδασωτικά προγράμματα και δασώσεις αγρών, καθόσον αποτελεί πολύτιμο, αυτόχθονο, δασοπονικό είδος, ενώ παρέρχεται και ο κίνδυνος της ασθένειας του έλκους της καστανιάς.
- Στην ίδρυση ανά ευρύτερη καστανοπαραγωγό περιοχή κατάλληλης υποδομής για την ποιοτική ταξινόμηση (διαλογητήρια) και συντήρηση του προϊόντος (ψυγεία).
- Στην έκδοση Προεδρικού Διατάγματος για την καθιέρωση προδιαγραφών ποιοτικής ταξινόμησης του ελληνικού κάστανου.
- Στην ίδρυση ιδιωτικών ή συνεταιριστικών βιομηχανιών τυποποίησης, μεταποίησης και συντήρησης του κάστανου ώστε να αυξηθεί η απορρόφησή του στην αγορά και να καταστεί διαθέσιμο όλο τον χρόνο.
- Στη διαφήμιση των ευεργετικών διατροφικών του χαρακτηριστικών και βιολογικής καθαρότητας του προϊόντος.
- Στη βελτίωση της εμπορίας του νωπού και μεταποιημένου καρπού.
- Στην αξιοποίηση του κάστανου ως στοιχείου ανάπτυξης αγρο-τουρισμού ιδιαίτερα κατά την περίοδο ωρίμανσης και συλλογής των καρπών με γιορτές κάστανου και άλλες εκδηλώσεις.
- Στη συστηματική εκπαίδευση και ενημέρωση των παραγωγών σε θέματα σχετικά με το κάστανο και την καλλιέργειά του από ειδικευμένους επιστήμονες (σεμινάρια, εκλαϊκευμένο έντυπο υλικό).
Η καλλιέργεια της καστανιάς μπορεί να αξιοποιήσει σημαντικό ποσοστό ορεινών και ημιορεινών περιοχών της χώρας. Σύμφωνα με την παραδοσιακή τεχνική, οι παραγωγοί φυτεύουν άγρια υποκείμενα στα κτήματά τους σε φυτευτικό σύνδεσμο από 8Χ8 έως 10Χ10 μ. Οταν τα δενδρύλλια φθάσουν σε ηλικία περίπου 3 ετών, τότε προβαίνουν σε εμβολιασμό (ενοφθαλμισμό ή με σχιστό και υπόφλοιο εγκεντρισμό) με εμβόλια τα οποία προμηθεύονται από εκλεκτούς φαινότυπους (plus trees) που κατά την κρίση τους εντοπίζουν σε δικά τους ή γειτονικά κτήματα.
Ομως, στον 21ο αιώνα η προσέγγιση αυτή είναι εντελώς απαράδεκτη. Οι παραγωγοί θα πρέπει πρώτα να προβαίνουν σε εδαφολογική ανάλυση των αγροτεμαχίων τους. Εάν το έδαφος είναι κατάλληλο, θα πρέπει να κάνουν έρευνα αγοράς και να προμηθεύονται τα δενδρύλλια επιθυμητής ποικιλίας ή προέλευσης. Μετά την καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς και τον έλεγχο της μελάνωσης με φειδωλή άρδευση, δεν υπάρχει κανένας λόγος οι ενδιαφερόμενοι καλλιεργητές να καταφεύγουν σε γαλλικές ή άλλες ξενόφερτες ποικιλίες με άνοστο καρπό («πατάτα») και οι οποίες διαφημίζονται ως ανθεκτικές σε ασθένειες.
Τροφή με υψηλή θερμιδική αξία
Το κάστανο αποτελεί καρπό πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία (άμυλο, σάκχαρα, πρωτεΐνες, λίπη και φυτικές ίνες), μεταλλικά στοιχεία και βιταμίνες Β1, Β2, Β3, Β5, C, ενώ αποτελεί τροφή με αρκετά υψηλή θερμιδική αξία χωρίς χοληστερόλη (189 θερμίδες / 100 γραμ.). Σημειώνεται πως η βιταμίνη C είναι θερμο-ανθεκτική και επομένως δεν διασπάται κατά το βράσιμο ή ψήσιμο των καρπών. Η γεύση της σάρκας του καρπού είναι υπόγλυκη, ζαχαρώδης και στους άγριους καρπούς ελαφρά πικρή, ιδιαίτερα όταν τρώγεται με το περισπέρμιο (χνουδωτή επιδερμίδα).
Ευεργετικό για την υγεία το μέλι καστανιάς
Το μέλι ανθέων καστανιάς δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στη χώρα μας. Είναι σκουρόχρωμο και έχει ιδιαίτερα έντονη γεύση και μοναδικό άρωμα. Ομως, το μέλι που παράγεται από άνθη καστανιάς έχει τον ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτήρα να εμποδίζει την ανάπτυξη βακτηριακών προσβολών στον άνθρωπο. Στην Ιταλία το μέλι καστανιάς παραδοσιακά χρησιμοποιείται για επικάλυψη χρόνιων πληγών, εγκαυμάτων και δερματικών ελκών, ακριβώς λόγω της αντιβακτηριακής του δράσης.
Συμπερασματικά, το κάστανο όχι μόνον αποτελεί καρπό υψηλής διατροφικής αξίας, αλλά είναι και εξαιρετικά ευεργετικό για την ανθρώπινη υγεία. Το ίδιο ισχύει και για το μέλι που παράγεται από άνθη καστανιάς.
Που θα απευθυνθώ
Στέφανος Διαμαντής, Ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών, Βασιλικά Θεσσαλονίκης, τηλ.: 2310 461411, e-mail: diamandi@fri.gr
Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικής Ερευνας, τηλ. 210 - 8175410.
ΕΘΝΟΣ