Τα φυτά του είδους Salvia officinalis (ή Dalmatian sage) ανήκουν στο γένος Salvia (φασκόμηλο) και είναι πολυετείς αειθαλείς θάμνοι
. Σε νεαρές ηλικίες είναι γκρίζα και χνουδωτά. Έχουν γκριζοπράσινα μαλακά φύλλα, ενώ μωβ-μπλε λουλούδια εμφανίζονται στα άνθη κατά το καλοκαίρι. ’γριοι πληθυσμοί του είδους αυτού παρατηρούνται σε λόφους και σε λιβάδια κατά τις θερμές περιόδους. Το φασκόμηλο προτιμάει ηλιόλουστες περιοχές με αλκαλικά εδάφη. Το S. fruticosa είναι γνωστό και ως Greek sage αναπτύσσεται στις μεσογειακές χώρες και είναι και αυτό πολυετές με λοβωτά φύλλα.
Salvia officinalis
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑΠΛΩΣΗ
Παρόλο που υπάρχουν γύρω στα πεντακόσια είδη του γένους Salvia, πολλές ποικιλίες και χημειότυποι, μόνο λίγοι τύποι είναι εμπορικά σημαντικοί . Εκτός από το S. officinalis και S. fruticosa , άλλα σημαντικά είδη είναι το S. azurea, το S. sclarea, το S. viridis, το S. horminoides, S. divinorum, το S. rutilans και το S. promifera . Το S. officinalis καλλιεργείται και συλλέγεται στη Γιουγκοσλαβία, στην Αλβανία, στην Τουρκία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στις Η.Π.Α, στην Ισπανία και στην Κρήτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη χώρα μας παρουσιάζει περιορισμένη εξάπλωση ως αυτοφυές (συναντάται μόνο στην περιοχή της Ηπείρου). Το S. fruticosa είναι ενδημικό των μεσογειακών και μεσοανατολικών χωρών. Πρόκειται για το κοινότερο είδος του γένους στην Ελλάδα. Φύεται σε περιοχές χαμηλών υψομέτρων (κάτω των 300 m), εκτός από την Κρήτη όπου φύεται μέχρι τα 1000 1200 m. Το S. promifera είναι ενδημικό της Ν. Ελλάδας και των παραλίων της Μ. Ασίας, ενώ το S. sclarea, στην Ελλάδα, απαντάται ως αυτοφυές στην Ήπειρο και στη Μακεδονία (Simon, J.E 1984).
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΑΒΗ
Το S. officinalis και το S. fruticosa αναπτύσσονται σε θερμοκρασίες 5 26 OC, σε περιοχές με ετήσια βροχόπτωση 0.3 2.6 m και σε εδάφη με pH 4.2 8.3. Τα είδη προτιμούν ζεστές και υγρές περιοχές και μεγαλώνουν καλύτερα σε χώμα αργιλικό, πλούσιο σε άζωτο και καλά φωτιζόμενο. Τα φυτά είναι ευαίσθητα σε μεγάλης διάρκειας υγρές περιόδους με εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες.
Για την επαγγελματική καλλιέργεια, τα φυτά που έχουν εγκατασταθεί μπορούν να επιζήσουν μέχρι και έξι χρόνια, και η αρχική σοδιά γίνεται ήδη από τον πρώτο χρόνο εγκατάστασης. Συνήθως κάθε χρόνο γίνονται δύο ή τρεις σοδιές. Τα φύλλα συλλέγονται και ξηραίνονται σε σκιερό μέρος ή σε τεχνητά χαμηλά θερμαινόμενο χώρο, έτσι ώστε να διατηρηθεί το χρώμα του φυτού και η ποιότητα του αιθέριου ελαίου. Το αιθέριο έλαιο παραλαμβάνεται με απόσταξη με ατμό και το ποσοστό του κυμαίνεται από 1.2 2.5% στα ξηρά φύλλα (Simon, J.E 1984),αλλά πιο επιτυχημένη παραλαβή είναι αυτή της εκχύλισης με πτητικούς-οργανικούς διαλύτες, όπως αλκοόλες.
ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ S. OFFICINALIS ΚΑΙ ΤΟΥ S. FRUTICOSA
Η χαρακτηριστική ουσία που περιέχεται στο αιθέριο έλαιο που παράγουν τα φυτά του S.officinalis είναι η α και η β θουγιόνη. ’λλοι δευτερογενείς μεταβολίτες που παράγονται στο είδος αυτό είναι το β-πινένιο, διτερπένια, τριτερπένια, φλαβονοειδή, συστατικά φαινολικών οξέων και φαινολικοί γλυκοζίτες (Miura et al., 2000). Στην περίπτωση του S. fruticosa τα κυριότερα χαρακτηριστικά του αιθέριου ελαίου είναι (Skoula et al., 2000) η 1,8 κινεόλη, το β-μυρκένιο, το α και β-πινένιο, η α και β-θουγιόνη και η καμφορά. Όλα αυτά αποτελούν το 90% του αιθέριου ελαίου.
Η χημική ταυτότητα των δύο αυτών ειδών, δηλαδή, η συνολικά παραγόμενη ποσότητα του αιθέριου ελαίου και η ποιοτική του και ποσοτική του σύσταση εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Αυτοί είναι : i) το τμήμα του φυτού, ii) η εποχή και iii) η γεωγραφική περιοχή που αναπτύσσεται το φυτό και οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτή. Η επίδραση των παραγόντων αυτών έχει μελετηθεί τόσο στο S. officinalis , όσο και στο S. fruticosa .
Βιοχημική ανάλυση φυτών του S. officinalis αποκάλυψε τρεις χημειότυπους με βάση το λόγο α και β-θουγιόνης (α/β 10:1, 1.5:1, και 1:10 αντίστοιχα). Επίσης τα φυτά μπορούν να κατανεμηθούν σε τρεις κατηγορίες με βάση το συνολικό ποσό θουγιόνης που περιέχεται στο αιθέριο έλαιο σε : πλούσια ( 39-44%, μεσαία (22-28%) και φτωχά (9%). Σε πειράματα, τα άνθη των φυτών είχαν υψηλότερα επίπεδα περιεκτικότητας σε έλαιο (1.6 έναντι 1.1%) και σε β-πινένιο (27 έναντι 10%) σε σχέση με τα φύλλα, ενώ τα επίπεδα θουγίονης ήταν χαμηλότερα (16 έναντι 31%). Όσο αφορά την επίδραση της εποχής, τα συνολικά επίπεδα θουγιόνης ήταν χαμηλότερα στο άνθος την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού και αρκετά υψηλά την περίοδο του φθινοπώρου και του χειμώνα. Αντίστοιχη βιοχημική ανάλυση σε φυτά του είδους S. fruticosa έδειξε ανάλογα αποτελέσματα. Μία μελέτη (Skoula et al., 2000) σε τρεις διαφορετικούς πληθυσμούς του S. fruticosa στην Κρήτη, που παρουσίαζαν σημαντικές διαφορές στην ποιοτική και ποσοτική σύσταση του παραγόμενου ελαίου, έδειξε, με βάση RAPD ανάλυση, ότι εκτός από τους παραπάνω παράγοντες σημαντικό ρόλο στη χημική ταυτότητα των διαφόρων πληθυσμών παίζει και το γενετικό υπόβαθρο.
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
Το φασκόμηλο χρησιμοποιείται από πολύ παλιά για την αντιμετώπιση κρυωμάτων , διάρροιας, εντερίτιδας, πονόλαιμου, δαγκωμάτων από φίδια και καρκίνου . Ως εκτούτου, τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει δοθεί πολλή έμφαση στα φυσικά αντιοξειδωτικά. Αυτό οφείλεται στην ικανότητά τους να αποσβένουν τις ελεύθερες ρίζες που παράγονται στον άνθρωπο από διάφορους μηχανισμούς και που είναι υπεύθυνες-συμμετέχουν σε πολλές χρόνιες παθήσεις (Zheng et al., 2001). Σε πολλές μελέτες το φασκόμηλο που ανήκει στην οικογένεια Labiateae έχει αποδεικτεί ότι διαθέτει αντιοξειδωτικές ουσίες.
Σε παλαιότερες μελέτες το φασκόμηλο έδειξε ότι παρήγαγε φαινολικές ουσίες με αντιοξειδωτική δράση που οφειλόταν στην παρουσία καρνοσικού και ροσμαρινικού οξέος (Yinrong et al., 1999) . Εντούτοις, επιπλέον μελέτες αποκάλυψαν και άλλους ενεργούς παράγοντες όπως τερπενοειδή, φλαβονοειδή, και φαινολικά οξέα. Τα τελευταία αποτελούνται από βιολογικώς ενεργά ολιγομερή καφεϊκού οξέος (Yinrong et al., 2000) που κυμαίνονται από τριμερή, τετραμερή έως ανώτερα ολιγομερή, όπως σαλβιανολικά οξέα. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές , αυτοί οι παράγοντας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση διαφόρων αδιαθεσιών . Επίσης , εξαιτίας του ότι αρκετές ασθένειες όπως η εγκεφαλική δυσλειτουργία (π.χ το Alzheimer) (Perry et al., 1999), ο καρκίνος, οι καρδιολογικές παθήσεις και η ανεπάρκεια στο ανοσοποιητικό σύστημα, μπορεί να προκύπτουν λόγω κυτταρικών βλαβών που οφείλονται στη δράση ελεύθερων ριζών, η παρουσία αντιοξειδωτικών στο διαιτολόγιο πιθανόν να αποτελεί ένα τρόπο αντιμετώπισης των παραπάνω ασθενειών. Η παρατηρούμενη αντιοξειδωτική δράση του φασκόμηλου αποτελεί μία πρόκληση για την κατανόηση της χημείας που εμπλέκεται στη δράση του φυτού αυτού.
Το φασκόμηλο παράγει και ουσίες που έχουν αντιμικροβιακή δράση, πράγμα που το κάνει χρήσιμο για αντισηπτικές εφαρμογές, όπως σε σκευάσματα προστασίας από μικρόβια, όπως στοματικά διαλύματα. Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι σε υδατικά και αλκοολικά εκχυλίσματα από το φασκόμηλο υπάρχουν ουσίες με αντιμικροβιακή δράση, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται στη θεραπεία ασθενειών όπως η χρόνια βρογχίτιδα. ’λλα πειράματα σε εκχυλίσματα από φασκόμηλο, έδειξαν ότι έχει ιδιότητες κατασταλτική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα και αντισπασμοδικές ιδιότητεs . Επιπρόσθετα, έχουν εντοπιστεί παράγοντες, όπως τα τριτερπένια ολεανολικό και ουρσολικό οξύ ή το διτερπένιο καρνοσολικό οξύ, τα οποία έχουν αντιφλεγμονώδης δράση (Baricevic et al., 2001), ενώ γίνονται πειράματα για να προσδιοριστεί ο ακριβής τρόπος δράσης των παραγόντων αυτών. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι το φασκόμηλο παράγει μία πληθώρα δευτερογενών μεταβολιτών που φαίνεται ότι μπορούν να συμβάλλουν πολύ στην αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών. Έτσι, είναι απαραίτητο να βρεθεί ο ακριβής τρόπος δράσης των ενώσεων αυτών και η χημεία τους προκειμένου να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια στην ιατρική.
Πέρα από την σημαντική χρήση του φασκόμηλου στην ιατρική, αυτό βρίσκει εφαρμογή κα σε άλλους τομείς . Έτσι, χρησιμοποιείται στην αρωματοβιομηχανία και ως αρωματικό στα τρόφιμα. Συνάμα, η αντιοξειδωτική δράση το κάνει χρήσιμο στη βιομηχανία τροφίμων αφού είναι συντηρητικό και αντικαθιστά τα συνθετικά συντηρητικά, στις βιομηχανίες παραγωγής και συσκευασίας προϊόντων τυριών, λαχανικών, επεξεργασμένων τροφών και αναψυκτικών.
Βιβλιογραφία
· Miura, K; Kikuzaki, H; Nakayami, N (2001) Apianane terpenoids from Salvia officinalis. Phytochemistry 58:1171-1175
· D. Baricevic, S. Sosa, R. Della Loggia, A. Tubaro, B. Simonovska, A. Krasna and A. Zupancic (2001) Topical anti-inflammatory activity of Salvia officinalis L. leaves: the relevance of ursolic acid. Journal of Ethnopharmacology 75:125-132
· Zheng W, Wang S.Y (2001) Antioxidant activity and phenolic compounds in selected herbs. J Agric Food Chem 49: 5165-70
· Yinrong Lu and L. Yeap Foo (2000) Flavonoid and phenolic glycosides from Salvia officinalis. . Phytochemistry 55:263-267
· Melpomeni Skoula, Jamel E. Abbes and Christopher B. Johnson (2000) Genetic variation of volatiles and rosmarinic acid in populations of Salvia fruticosa mill growing in Crete. Biochemical Systematics and Ecology 28:551-561
· Yinrong Lu and L. Yeap Foo (1999) Rosmarinic acid derivatives from Salvia officinalis. Phytochemistry 51:91-94
· Σ.Κοκκίνη (1998), σημειώσεις Εφαρμοσμένης Βοτανικής
· Simon, J.E., A.F. Chadwick and L.E. Craker. 1984. Herbs: An Indexed Bibliography. 1971-1980. The Scientific Literature on Selected Herbs, and Aromatic and Medicinal Plants of the Temperate Zone. Archon Books, 770 pp., Hamden, CT.
Σύνδεσμοι: