11.02.2013
Μαγική εικόνα και ανακρίβειες συνιστούν
τα όσα ακούγονται το τελευταίο διάστημα για τις επιδοτήσεις που
λαμβάνουν οι έλληνες αγρότες, οι οποίες δήθεν τους έχουν «βγάλει» από το
χωράφι και τους έχουν κάνει αντιπαραγωγικούς. Αυτό αποδεικνύουν αν μη
τι άλλο τα στοιχεία για το γεωργικό εισόδημα αλλά και το «τσεκ» που
εισπράττουν οι αγρότες τα τελευταία χρόνια.
Ανησυχία προκαλούν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat για το
γεωργικό εισόδημα, καθώς το 2012 σημειώθηκε αύξηση της τάξεως του 1% στο
μέσο γεωργικό εισόδημα ανά εργαζόμενο στην ΕΕ-27, σε συνέχεια της
αντίστοιχης κατά 8%, που καταγράφηκε το 2011 έναντι του προηγούμενου
έτους.
Στην Ελλάδα ωστόσο τα πράγματα και σε αυτόν τον τομέα είναι διαφορετικά.
Κι αυτό γιατί σε κατεύθυνση αντίθετη με τον μέσο όρο της ΕΕ κινήθηκε εκ νέου το γεωργικό εισόδημα ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα, το 2012, καταγράφοντας μείωση 2%, ως συνάρτηση της πτώσης κατά 5% του πραγματικού γεωργικού εισοδήματος, έναντι της μείωσης κατά 3% στην εισροή γεωργικής εργασίας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το ελληνικό γεωργικό εισόδημα είχε ήδη ακολουθήσει καθοδική πορεία το 2011 (μείωση κατά 5,6%), έναντι του 2010.
Σύμφωνα βέβαια με την Κομισιόν, η εξέλιξη του εισοδήματος στην Ελλάδα το 2012 οφείλεται, αφ' ενός στη μείωση της αξίας τόσο της φυτικής παραγωγής (-1.4%, ως αποτέλεσμα της μείωσης των τιμών, έναντι της μικρής αύξησης του όγκου παραγωγής), όσο και της ζωικής παραγωγής (-0.6%), καθώς και εν γένει των εκροών του γεωργικού κλάδου (-1.1%), και αφ' ετέρου στην αύξηση (+2.1%) της αξίας της ενδιάμεσης ανάλωσης.
Ειδικότερα, η Κομισιόν σημειώνει ότι στην Ελλάδα, οι πραγματικές τιμές εκτινάχθηκαν ως προς τις περισσότερες γεωργικές εισροές, ιδίως για τα λιπάσματα και τα βελτιωτικά εδάφους (+12.8%), καθώς και για την ενέργεια και τα λιπαντικά, (+7.7%), ενώ σημειώθηκε αύξηση της κατανάλωσης των εισροών αυτών κατά +1.2%. Σημειώθηκε, επίσης, άνοδος του κόστους (πραγματικές τιμές) ως προς τα προϊόντα φυτοπροστασίας (+2,1%), τις κτηνιατρικές δαπάνες (+3,5%), τους σπόρους και το πολλαπλασιαστικό υλικό (+0,6%), τη συντήρηση υλικών (+3,5%), τη συντήρηση κτιρίων (+1,6%), καθώς και αύξηση της πραγματικής αξίας ως προς τις χρηματοπιστωτικές διαμεσολαβητικές υπηρεσίες.
Βάσει των δεδομένων ως προς τις εμπορικές συναλλαγές γεωργικών προϊόντων κατά τους πρώτους 10 μήνες του 2012 προκύπτει ότι, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2011, οι εισαγωγές στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 4% (περίπου 4,7 δισ. ευρώ), ενώ οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 13% (3,6 δισ. ευρώ). Κατά την ίδια χρονική περίοδο, οι εισαγωγές γεωργικών προϊόντων στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά 3% (85 δισ. ευρώ) και οι εξαγωγές της κατά 12% (97 δισ. ευρώ).
Επιδοτήσεις – «ψίχουλα» για την πλειοψηφία των γεωργών
Μικρά ως επί το πλείστον ποσά που δεν φτάνουν να καλύψουν, όχι βέβαια τις καλλιεργητικές δαπάνες για την εκμετάλλευσή τους και το «αλμυρό» κόστος παραγωγής, πόσο μάλλον καθημερινές βιοποριστικές ανάγκες, εισπράττουν οι έλληνες αγρότες και κτηνοτρόφοι με τη μορφή ... τσεκ από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάθε χρόνο.
Οι επιδοτήσεις που κάθε λίγο και λιγάκι μπαίνουν στο «στόχαστρο» του κάθε αδαούς περί τα αγροτικά και φέρονται να μετέτρεψαν αγρότες - κτηνοτρόφους σε αντιπαραγωγικά στοιχεία, αποδεικνύεται στην πράξη και με βάση επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι για την πλειοψηφία των δικαιούχων, δεν είναι παρά μόνον ένα μικρό βοήθημα.
Ειδικότερα και σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ποσοστό 65,39% των Ελλήνων αγροτών και κτηνοτρόφων, δηλαδή 549,050 παραγωγοί εισέπραξαν το οικονομικό έτος 2010 άμεσες κοινοτικές ενισχύσεις (Καν. 1782/2003 και 73/2009) μικρότερες των 2.000 ευρώ.
Ακόμα πιο αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία, αφού μαρτυρούν πως ένας στους τρεις αγρότες εισέπραξε λιγότερα από 500 ευρώ (278.190 στο σύνολο), ανατρέποντας έτσι τους ισχυρισμούς όσων δεν γνωρίζουν και με ευκολία κατηγορούν τους παραγωγούς, γιατί εισέπραξαν το ... τσεκ από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και να σκεφτεί κανείς ότι με αυτό τον τρόπο δεν προκύπτει επιβάρυνση, σε καμιά περίπτωση, για τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού τα συγκεκριμένα χρήματα έρχονται εξ ολοκλήρου ... απέξω για να «πέσουν» στην ελληνική αγορά.
Πιο «ευνοημένοι», πάντως, εμφανίζονται 147,780 παραγωγοί από όλη την Ελλάδα, ήτοι το 17,6% που φαίνεται να εισπράττουν ποσά από 2,000 έως 5,000 ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ μόλις 88,600 είναι εκείνοι που λαμβάνουν ποσά από 5,000 μέχρι 10,000 ευρώ.
Στον αντίποδα, πενήντα μόλις είναι οι αγρότες και κτηνοτρόφοι σε όλη την επικράτεια που εισπράττουν τη «μερίδα του λέοντος» των αγροτικών επιδοτήσεων που εισρέουν στη χώρα μας, με χρήματα που κυμαίνονται από 100 έως 200,000 ευρώ.
Τα συγκεκριμένα ποσά έλαβαν οι παραγωγοί και τις υπόλοιπες χρονιές.
Γενικά, πάντως, το συμπέρασμα είναι ότι οι επιδοτήσεις δεν συνέβαλαν καταλυτικά στη διαμόρφωση του δείκτη που καθορίζει το αγροτικό εισόδημα. Εξάλλου και η ΠΑΣΕΓΕΣ, σε σχετική της έκθεση για τον αγροτικό τομέα, που παρουσίασε το 2011, επεσήμανε πως «σε σχέση με τις δύο βασικές πηγές διαμόρφωσής του αγροτικού εισοδήματος, τις κοινοτικές επιδοτήσεις (άμεσες ενισχύσεις) και τα ακαθάριστα έσοδα από τη διάθεση της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής στην αγορά, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους (62%) προέρχονται κατά το 2009 από την πώληση της παραγωγής.
Μάλιστα όπως προκύπτει η αναλογία της εμπορικής αξίας στο ακαθάριστο αγροτικό εισόδημα σε σχέση με εκείνη των άμεσων ενισχύσεων, είναι μεγαλύτερη στις Περιφέρειες της Ηπείρου (72%) και της Πελοποννήσου (70%) και μικρότερη στα Ιόνια Νησιά (44%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι επιδοτήσεις εισπράττουν από το 2006 και έπειτα πάνω από 830 χιλιάδες παραγωγοί, βάσει πάντοτε του καθεστώτος ισχύοντος της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η οποία εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι παραγωγοί βρίσκονται αυτή την περίοδο σε αναμονή για το τί θα ισχύσει μετά το 2013, και μέχρι το 2020 και προσπαθούν να βρουν διεξόδους μέσω της πώλησης των αγροτικών τους προϊόντων, για να ενισχύσουν το εισόδημα τους.
Αλέξανδρος Μπίκας
mpikas@paseges.gr
Στην Ελλάδα ωστόσο τα πράγματα και σε αυτόν τον τομέα είναι διαφορετικά.
Κι αυτό γιατί σε κατεύθυνση αντίθετη με τον μέσο όρο της ΕΕ κινήθηκε εκ νέου το γεωργικό εισόδημα ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα, το 2012, καταγράφοντας μείωση 2%, ως συνάρτηση της πτώσης κατά 5% του πραγματικού γεωργικού εισοδήματος, έναντι της μείωσης κατά 3% στην εισροή γεωργικής εργασίας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το ελληνικό γεωργικό εισόδημα είχε ήδη ακολουθήσει καθοδική πορεία το 2011 (μείωση κατά 5,6%), έναντι του 2010.
Σύμφωνα βέβαια με την Κομισιόν, η εξέλιξη του εισοδήματος στην Ελλάδα το 2012 οφείλεται, αφ' ενός στη μείωση της αξίας τόσο της φυτικής παραγωγής (-1.4%, ως αποτέλεσμα της μείωσης των τιμών, έναντι της μικρής αύξησης του όγκου παραγωγής), όσο και της ζωικής παραγωγής (-0.6%), καθώς και εν γένει των εκροών του γεωργικού κλάδου (-1.1%), και αφ' ετέρου στην αύξηση (+2.1%) της αξίας της ενδιάμεσης ανάλωσης.
Ειδικότερα, η Κομισιόν σημειώνει ότι στην Ελλάδα, οι πραγματικές τιμές εκτινάχθηκαν ως προς τις περισσότερες γεωργικές εισροές, ιδίως για τα λιπάσματα και τα βελτιωτικά εδάφους (+12.8%), καθώς και για την ενέργεια και τα λιπαντικά, (+7.7%), ενώ σημειώθηκε αύξηση της κατανάλωσης των εισροών αυτών κατά +1.2%. Σημειώθηκε, επίσης, άνοδος του κόστους (πραγματικές τιμές) ως προς τα προϊόντα φυτοπροστασίας (+2,1%), τις κτηνιατρικές δαπάνες (+3,5%), τους σπόρους και το πολλαπλασιαστικό υλικό (+0,6%), τη συντήρηση υλικών (+3,5%), τη συντήρηση κτιρίων (+1,6%), καθώς και αύξηση της πραγματικής αξίας ως προς τις χρηματοπιστωτικές διαμεσολαβητικές υπηρεσίες.
Βάσει των δεδομένων ως προς τις εμπορικές συναλλαγές γεωργικών προϊόντων κατά τους πρώτους 10 μήνες του 2012 προκύπτει ότι, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2011, οι εισαγωγές στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 4% (περίπου 4,7 δισ. ευρώ), ενώ οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 13% (3,6 δισ. ευρώ). Κατά την ίδια χρονική περίοδο, οι εισαγωγές γεωργικών προϊόντων στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά 3% (85 δισ. ευρώ) και οι εξαγωγές της κατά 12% (97 δισ. ευρώ).
Επιδοτήσεις – «ψίχουλα» για την πλειοψηφία των γεωργών
Μικρά ως επί το πλείστον ποσά που δεν φτάνουν να καλύψουν, όχι βέβαια τις καλλιεργητικές δαπάνες για την εκμετάλλευσή τους και το «αλμυρό» κόστος παραγωγής, πόσο μάλλον καθημερινές βιοποριστικές ανάγκες, εισπράττουν οι έλληνες αγρότες και κτηνοτρόφοι με τη μορφή ... τσεκ από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάθε χρόνο.
Οι επιδοτήσεις που κάθε λίγο και λιγάκι μπαίνουν στο «στόχαστρο» του κάθε αδαούς περί τα αγροτικά και φέρονται να μετέτρεψαν αγρότες - κτηνοτρόφους σε αντιπαραγωγικά στοιχεία, αποδεικνύεται στην πράξη και με βάση επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι για την πλειοψηφία των δικαιούχων, δεν είναι παρά μόνον ένα μικρό βοήθημα.
Ειδικότερα και σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ποσοστό 65,39% των Ελλήνων αγροτών και κτηνοτρόφων, δηλαδή 549,050 παραγωγοί εισέπραξαν το οικονομικό έτος 2010 άμεσες κοινοτικές ενισχύσεις (Καν. 1782/2003 και 73/2009) μικρότερες των 2.000 ευρώ.
Ακόμα πιο αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία, αφού μαρτυρούν πως ένας στους τρεις αγρότες εισέπραξε λιγότερα από 500 ευρώ (278.190 στο σύνολο), ανατρέποντας έτσι τους ισχυρισμούς όσων δεν γνωρίζουν και με ευκολία κατηγορούν τους παραγωγούς, γιατί εισέπραξαν το ... τσεκ από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και να σκεφτεί κανείς ότι με αυτό τον τρόπο δεν προκύπτει επιβάρυνση, σε καμιά περίπτωση, για τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού τα συγκεκριμένα χρήματα έρχονται εξ ολοκλήρου ... απέξω για να «πέσουν» στην ελληνική αγορά.
Πιο «ευνοημένοι», πάντως, εμφανίζονται 147,780 παραγωγοί από όλη την Ελλάδα, ήτοι το 17,6% που φαίνεται να εισπράττουν ποσά από 2,000 έως 5,000 ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ μόλις 88,600 είναι εκείνοι που λαμβάνουν ποσά από 5,000 μέχρι 10,000 ευρώ.
Στον αντίποδα, πενήντα μόλις είναι οι αγρότες και κτηνοτρόφοι σε όλη την επικράτεια που εισπράττουν τη «μερίδα του λέοντος» των αγροτικών επιδοτήσεων που εισρέουν στη χώρα μας, με χρήματα που κυμαίνονται από 100 έως 200,000 ευρώ.
Τα συγκεκριμένα ποσά έλαβαν οι παραγωγοί και τις υπόλοιπες χρονιές.
Γενικά, πάντως, το συμπέρασμα είναι ότι οι επιδοτήσεις δεν συνέβαλαν καταλυτικά στη διαμόρφωση του δείκτη που καθορίζει το αγροτικό εισόδημα. Εξάλλου και η ΠΑΣΕΓΕΣ, σε σχετική της έκθεση για τον αγροτικό τομέα, που παρουσίασε το 2011, επεσήμανε πως «σε σχέση με τις δύο βασικές πηγές διαμόρφωσής του αγροτικού εισοδήματος, τις κοινοτικές επιδοτήσεις (άμεσες ενισχύσεις) και τα ακαθάριστα έσοδα από τη διάθεση της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής στην αγορά, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους (62%) προέρχονται κατά το 2009 από την πώληση της παραγωγής.
Μάλιστα όπως προκύπτει η αναλογία της εμπορικής αξίας στο ακαθάριστο αγροτικό εισόδημα σε σχέση με εκείνη των άμεσων ενισχύσεων, είναι μεγαλύτερη στις Περιφέρειες της Ηπείρου (72%) και της Πελοποννήσου (70%) και μικρότερη στα Ιόνια Νησιά (44%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι επιδοτήσεις εισπράττουν από το 2006 και έπειτα πάνω από 830 χιλιάδες παραγωγοί, βάσει πάντοτε του καθεστώτος ισχύοντος της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η οποία εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι παραγωγοί βρίσκονται αυτή την περίοδο σε αναμονή για το τί θα ισχύσει μετά το 2013, και μέχρι το 2020 και προσπαθούν να βρουν διεξόδους μέσω της πώλησης των αγροτικών τους προϊόντων, για να ενισχύσουν το εισόδημα τους.
Αλέξανδρος Μπίκας
mpikas@paseges.gr