ΚΟΥΜΑΡΙΑ ΚΑΙ ΓΛΥΣΤΡΟΚΟΥΜΑΡΙΑ




ΚΟΥΜΑΡΙΑ (Arbutus unedo)

Η κουμαριά είναι θάμνος κοινός στις θερμές, με ήπιο χειμώνα, περιοχές της ελληνικής υπαίθρου.
Ανήκει στην οικογένεια των ερικοειδών (Ericaceae). Το ύψος της ποικίλει από ένα έως τρία μέτρα. Τα φύλλα της αειθαλή 5 έως 8 εκατοστά, ωοειδή ή λογχοειδή βραχύμισχα, μεμβρανώδη, λεία στίλβοντα, πριονωτά στα χείλη. Τα άνθη της είναι λευκά ή ρόδινα κωδωνοειδή ή καλύτερα σε σχήμα στάμνας, με τα πέντε οδοντωτά χείλη της στεφάνης κυρτά προς τα έξω. Ο καρπός είναι ράγα, αρχικά πράσινος, ερυθρορόδινος κατά την ωρίμανση, σφαιρικός, σαρκώδης, εύχυμος, διαμέτρου 10-20 χιλ., με επιφάνεια τραχεία, φυματώδη. Οι καρποί ωριμάζουν από τον Οκτώβριο έως τον Ιανουάριο, ενώ την ίδια εποχή, το φυτό βρίσκεται σε πλήρη άνθηση.
            Σ’ ολόκληρη την Ελλάδα τη συναντούμε με το ίδιο όνομα «κουμαριά». Ουσιαστικά παραμένει αναλλοίωτο το αρχαίο της όνομα «κόμαρος», όπως αναφέρεται από τον Θεόφραστο (Φυτών Ιστορία 3,16,4). Ο Θεόφραστος βέβαια περιγράφει αλλαχού (Φ.Ι. 5,4,4) με το όνομα «Αφάρκη» το ίδιο είδος, που ίσως είναι συνώνυμο της κουμαριάς, ή πιθανά αναφέρεται σε κάποια παραλλαγή της.
            Είναι φυτό δασικό, ιδιαίτερα κοσμητικό και αναπτύσσεται εντός της ζώνης των αειφύλλων πλατυφύλλων ειδών, σε περιοχές σχετικά υγρές, προστατευόμενες από ξηρούς ανέμους και σε εδάφη ελαφρά και γόνιμα. Τη συναντούμε σ’ όλες τις παραμεσόγειες περιοχές και όλως περιέργως, στην Ιρλανδία!
            Οι καρποί της, τα κούμαρα, (κόμαρα ή μεμαίκυλα στην αρχαιότητα), είναι εδώδιμοι, εύγευστοι, χρησιμοποιούμενοι στο παρελθόν από τους αγρότες για παραγωγή, με ζύμωση και απόσταξη, αλκοολούχου ποτού, γνωστό ως «κουμαρόρακη».
            Ο Διοσκορίδης χαρακτηρίζει τα κούμαρα ως αχυρώδη, κακοστόμαχα και φέροντα στον εσθιόμενο κεφαλαλγία. Η κατανάλωση επίσης μελιού προερχόμενου από τη νομή των κουμαριών (κουμαρόμελο), προκαλεί τα ίδια συμπτώματα.

ΓΛΥΣΤΡΟΚΟΥΜΑΡΙΑ (Arbutus andrachne)



            Η γλυστροκουμαριά, είναι πολύ συγγενικό με την κουμαριά είδος. Θάμνος και σε αδιατάρακτες από τον άνθρωπο και τα ζώα συστάδες, φθάνει σε ύψος τα 8 με 10 μέτρα. Τα φύλλα της είναι ωοειδή προμήκη, με βάση αποστρογγυλωμένη, σκληρά, δερματώδη, λεία στίλβοντα στην επάνω πλευρά, ωχρά πράσινα από την κάτω.
Ο καρπός της πορτοκαλόχρους, παρόμοιος με της κουμαριάς αλλά μικρότερος, με γεύση στιφνή, μη εδώδιμος.
Ο κορμός και τα κλαδιά της, έχουν φλοιό ερυθρό εντελώς λείο. Ο Γουσταύος Φλωμπέρ, χωρίς να γνωρίζει το είδος, σε μια περιοδεία του στην Πεντέλη και το Μαραθώνα το 1850, χαρακτηριστικά περιγράφει: «μικρά πράσινα δάση, ελατάκια, ξυλοκερατιές, κι ένα δενδράκι με φύλλα που μοιάζουν με τα φύλλα της δάφνης ή της ροδακινιάς και που τα κλαριά του, πλυμένα από τη βροχή, είναι κόκκινα και γυαλίζουν σαν λουστραρισμένο μαόνι». Δεν χωρεί αμφιβολία ότι πρόκειται για γλυστροκουμαριά.
Η γλυστροκουμαριά είναι κοινό είδος της διάπλασης των αειφύλλων πλατυφύλλων, όπως και η κουμαριά, γνωστή με τα κοινά ονόματα αγριοκουμαριά, άνδρακλα, αντρουκλιά, κουκουμάτσι, μπαμπουκλιά και ανδραχνιά. Στην αρχαιότητα  αναφέρεται από το Θεόφραστο (Φ.Ι. 1,9,3 και 3,16,5) ως «ανδράχλη».
Και τα δύο είδη αποτελούν εξαιρετικό υλικό για παραγωγή ξυλανθράκων, ενώ το έδαφος που εμπλουτίζεται από τα αποσαθρωμένα φύλλα τους, γνωστό ως κουμαρόχωμα, χρησιμοποιείται ως άριστο χώμα στις γλάστρες και στην κηπουρική.
Γ. ΚΑΡΕΤΣΟΣ