Λυκίσκος: Μια καινοτόμος καλλιέργεια με μεγάλες προοπτικές



Λυκίσκος: Μια καινοτόμος καλλιέργεια με μεγάλες προοπτικές  Μια καινοτόμα και δυναμική καλλιέργεια, που θα μπορούσε να υποστηριχθεί από τους Eλληνες παραγωγούς, είναι ο περιφρονημένος στη χώρα μας λυκίσκος, ένα συστατικό απαραίτητο για την παρασκευή της μπίρας.
Μπορεί ο λυκίσκος να αποκαλείται και πράσινος χρυσός για χώρες όπως η Γερμανία, η Τσεχία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ, στις οποίες έχει αναπτυχθεί ευρέως η καλλιέργειά του, ωστόσο στην Ελλάδα, αν και είναι γνωστός από αρχαιοτάτων χρόνων, ποτέ μέχρι σήμερα δεν δόθηκε η δέουσα προσοχή στο φυτό αυτό.
Το γεγονός μάλιστα ότι ο λυκίσκος βρίσκεται αυτοφυής σε πολλές περιοχές της Ελλάδας καταδεικνύει ότι οι κλιματικές και εδαφολογικές συνθήκες είναι ιδανικές για την ανάπτυξη της καλλιέργειάς του στη χώρα μας. Θα πρέπει, άλλωστε, να σημειωθεί ότι όπως και στο εξωτερικό, έτσι και στη χώρα μας υπάρχει δυνατότητα απορρόφησης της παραγωγής με τη μέθοδο της συμβολαιακής γεωργίας. Εξάλλου, οι βιομηχανίες ζυθοποιίας στη χώρα μας ήδη συνεργάζονται με ομάδες Ελλήνων γεωργών που παράγουν κριθάρι.
Αρωματικό φυτό
Ο λυκίσκος είναι ένα αρωματικό-φαρμακευτικό φυτό με ευρεία χρήση και ιστορία χιλιάδων χρόνων. Ως αρωματικό φυτό ο λυκίσκος αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της μπίρας. Είναι αυτό που προσδίδει το άρωμα, την πικρή γεύση -η οποία εξισορροπεί τη γλυκύτητα της βύνης- και τον πλούσιο αφρό της.
Αν και χρησιμοποιείται σε σχετικά μικρές ποσότητες, ο λυκίσκος έχει τη δύναμη να επηρεάσει τη γεύση, το άρωμα και τον βαθμό πικράδας της μπίρας. Ο λυκίσκος έχει και ρόλο αντιβακτηριδιακό.
Ο λυκίσκος είναι πολύ απαιτητικός σε νερό, γι' αυτό θα πρέπει να αρδεύεται τακτικά, ειδικά με την άνοδο των θερμοκρασιών. Η έλλειψη του αρδευτικού νερού είναι καταστροφική για την καλλιέργεια
Ο λυκίσκος είναι πολύ απαιτητικός σε νερό, γι' αυτό θα πρέπει να αρδεύεται τακτικά, ειδικά με την άνοδο των θερμοκρασιών. Η έλλειψη του αρδευτικού νερού είναι καταστροφική για την καλλιέργεια
Περιέχει διάφορες ουσίες, όπως ρητίνες, λυκισκέλαιο, και πολυφαινόλες, μερικές από τις οποίες λειτουργούν αντιοξειδωτικά, προστατεύοντας την μπίρα από την οξείδωση. Επίσης, υπάρχουν πολλές μελέτες για αντικαρκινική δράση του λυκίσκου.
Είναι πολυετές φυτό που ζει και καρποφορεί μέχρι και μία εικοσαετία.
Σε σύγκριση με άλλες πολυετείς καλλιέργειες τα φυτά του λυκίσκου αποδίδουν συνεχώς με σταθερές αποδόσεις, αν τηρούνται οι σωστές καλλιεργητικές τεχνικές. Ο λυκίσκος από το δεύτερο έτος αποδίδει 200-250 κιλά το στρέμμα, ενώ κατά τα επόμενα μπορεί να φτάσει τα 300-400 κιλά το στρέμμα. Υπολογίζεται ότι για την παραγωγή χιλίων λίτρων μπίρας απαιτούνται 0,3 κιλά ξηρών ανθέων λυκίσκου.
 
Τα είδη του λυκίσκου είναι πολλά, αλλά μόνο ένα είδος χρησιμοποιείται στη ζυθοποίηση, ο «Humulus Lupulus». Το είδος αυτό έχει πολλές ποικιλίες, που μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες ομάδες, τον αρωματικό λυκίσκο που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στην Ευρώπη και τον λυκίσκο που αποδίδει πικράδα και που χρησιμοποιείται πολύ στις ΗΠΑ. Από το φυτό χρησιμοποιούνται τα άνθη του θηλυκού φυτού για τους σκοπούς παραγωγής μπίρας.
Μια καλλιεργητική τεχνική που αποφέρει πολύ καλά αποτελέσματα -σύμφωνα με τον γεωπόνο Κάσσανδρο Γάτσιο- είναι τα χλωρά κλαδέματα. Αυτά διενεργούνται στα πράσινα μέρη του φυτού, κατά τη διάρκεια βλάστησης, ώστε να εξισορροπείται η αναλογία του όγκου του φυλλώματος με τον αριθμό των ανθέων, επειδή στην περίπτωση που υπάρχει ανισορροπία μεταξύ τους, υπάρχει κίνδυνος να υποβαθμιστεί η παραγωγή ποσοτικά αλλά και ποιοτικά.
Πολύ σημαντικός παράγοντας στην ομαλή διεξαγωγή της καλλιέργειας του λυκίσκου είναι η σωστή διαχείριση του νερού από τις αρχές της άνοιξης μέχρι την περίοδο του φθινοπώρου, δηλαδή σε ολόκληρη την περίοδο που το φυτό βρίσκεται σε μια ταχεία αναπτυσσόμενη φάση και η έλλειψη νερού σε αυτά τα κρίσιμα στάδια μπορεί να έχει επιζήμιες συνέπειες. Οσον αφορά τις αποδόσεις, η φυτεία μας εισέρχεται στην παραγωγή μετά τον πρώτο χρόνο.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ Η ΥΠΑΡΞΗ ΝΕΡΟΥ
Το κόστος φύτευσης και η στρεμματική απόδοση
Παρά το σημαντικό κόστος που έχει η καλλιέργεια του λυκίσκου για την υψηλή υποστύλωση των φυτών, εμφανίζει σημαντικά περιθώρια κέρδους. Με την τιμή πώλησης των ξερών ανθέων να ανέρχεται στα 5-7 ευρώ το κιλό, η καλλιέργεια αυτή μπορεί να δώσει μία ακαθάριστη πρόσοδο που ξεκινά από 2.000 ευρώ και μπορεί να φτάσει έως και 2.800 ευρώ ανά στρέμμα.
Σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από τη Γαλλία -όπως αναφέρει στις «Επαγγελματικές Ευκαιρίες» ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος-, το κόστος της υποστύλωσης του λυκίσκου ανέρχεται σε 1.300 ευρώ ανά στρέμμα, ενώ το κόστος εγκατάστασης κυμαίνεται από 300 έως 400 ευρώ ανά στρέμμα.
Ο λυκίσκος μπορεί να καλλιεργηθεί σε γόνιμα εδάφη, που πρέπει να είναι βαθιά, πλούσια σε οργανική ουσία αλλά και μέσης μηχανικής σύστασης. Προσαρμόζεται σε ποικίλες κλιματικές συνθήκες. Προτιμά όμως περιοχές που έχουν ήπιο κλίμα, με κανονικό ύψος βροχοπτώσεων, με μεγάλη ηλιοφάνεια και υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι.
Υποστήλωση
Πριν από το φύτεμα των φυτών γίνεται ένα βαθύ όργωμα του εδάφους. Η εγκατάσταση της φυτείας θα πρέπει να γίνεται την άνοιξη, όταν περάσει ο κίνδυνος των παγετών. Απαραίτητη καλλιεργητική εργασία είναι η υποστύλωση των φυτών, με σκοπό τη διαμόρφωση κατάλληλου σχήματος ώστε να μεγιστοποιηθούν οι αποδόσεις. Θα πρέπει η υποστύλωση να γίνει πριν από την εγκατάσταση της φυτείας, για να εξασφαλίσει στην καλλιέργεια την απαιτούμενη στήριξη, δεδομένου του βάρους του φυτού, καθώς και την απαραίτητη έκθεση του υπέργειου μέρους στο φως και στον αέρα.
Η φύτευση γίνεται με μοσχεύματα που έχουν αποκτήσει καλό ριζικό σύστημα στο φυτώριο. Τα φυτά φυτεύονται σε αποστάσεις γραμμών 2-2,5 μέτρων και σε αποστάσεις φυτού από φυτό επάνω στις γραμμές φυτεύσεως 0,8-0,9 μέτρα. Πριν από την εγκατάσταση των φυτών γίνεται η εγκατάσταση στο χωράφι του συστήματος των υποστυλώσεων, που μπορεί να είναι του τύπου κρεβατίνας υψηλού τύπου, ή σε ατομικούς στύλους. Το εναέριο μέρος των φυτών του λυκίσκου φθινόπωρο - χειμώνα αποξηραίνεται, ενώ την άνοιξη τα φυτά αναβλαστάνουν εκ νέου.
Οι συνήθεις καλλιεργητικές εργασίες που εφαρμόζονται στην καλλιέργεια αυτή είναι η καταστροφή των ζιζανίων με μηχανικά μέσα (σκαλίσματα) και η καταστροφή των πλεοναζουσών παραφυάδων. Σε κάθε όρχο αναπτύσσονται πολλές παραφυάδες, αλλά κλαδεύονται και αφήνονται ανά θέση 3-5 βλαστοί.
Ο λυκίσκος είναι πολύ απαιτητικός σε νερό, γι' αυτό θα πρέπει να αρδεύεται τακτικά, ειδικά με την άνοδο των θερμοκρασιών. Η έλλειψη του αρδευτικού νερού είναι καταστροφική γι' αυτή την καλλιέργεια. Η περίοδος της άνθησης είναι η πιο κρίσιμη περίοδος. Η άνθηση αρχίζει τον Ιούλιο και η ωρίμανση των ανθέων γίνεται μέχρι τα τέλη Αυγούστου ή στις αρχές Σεπτεμβρίου. Τα ώριμα άνθη διακρίνονται από το χρώμα τους, το οποίο από πολύ πράσινο μετατρέπεται σε κιτρινοπράσινο. Τα παράνθια φύλλα αποκτούν χρώμα κοκκινωπό, ενώ γίνεται αισθητή η οσμή της λουπουλίνης.
Η ωρίμανση γίνεται διαδοχικά και η συγκομιδή των ανθέων γίνεται με τα χέρια αλλά και με μηχανές συγκομιδής. Κατά τη μηχανική συγκομιδή αποκόπτονται τα φυτά και στη συνέχεια μεταφέρονται σε μηχανές με τις οποίες γίνεται η αποκοπή των ανθέων. Στην συνέχεια αποξηραίνονται σε χώρους που προστατεύονται από τον ήλιο αφού απλωθούν.
Η αποξήρανση γίνεται μέχρι να μειωθεί η υγρασία τους, ώστε να χάσουν το 80-90% της υγρασίας τους και να αποκτήσουν 10-12% υγρασία, ώστε να μπορούν να συντηρηθούν. Επίσης σε μεγαλύτερες ποσότητες ανθέων, η αποξήρανση γίνεται σε ειδικά ξηραντήρια.
Πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα και όχι με σπόρους
Ο λυκίσκος πολλαπλασιάζεται με σπόρους αλλά και με μοσχεύματα. Με σπόρους δεν ενδείκνυται ο πολλαπλασιασμός, επειδή παράγονται φυτά, ανομοιόμορφα αλλά και επειδή το ποσοστό των αρσενικών φυτών (ανεπιθύμητα φυτά) που παράγονται είναι περίπου 50%. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται από διάφορα πανεπιστήμια και ιδρύματα γεωργικής έρευνας για την παραγωγή νέων ποικιλιών.
Για την εμπορική καλλιέργεια του λυκίσκου χρησιμοποιείται ο πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα. Τα μοσχεύματα λαμβάνονται από παραφυάδες, που είναι άφθονες στη βάση των φυτών. Τα μοσχεύματα έχουν μήκος 15-20cm και φυτεύονται πρώτα σε φυτώριο για να ριζοβολήσουν ή απευθείας στο χωράφι.
Γύρω από τα άνθη αναπτύσσονται μεγάλα φύλλα που εκκρίνουν την αλκαλοειδή ουσία που λέγεται «λουπουλίνη». Είναι η ουσία που δίνει την ιδιάζουσα γεύση της μπίρας.
Τα κύρια συστατικά της λουπουλίνης είναι:
α) Το έλαιον του λυκίσκου. Αυτό βρίσκεται σε ποσοστό 0,2-0,8% και έχει χαρακτηριστικό άρωμα.
β) Οι μη ρητινώδεις πικραντικές ουσίες.
γ) Οι ρητινώδεις πικραντικές ουσίες, που κατηγοριοποιούνται σε άλφα και βήτα, οι οποίες αφενός ευθύνονται για την πικρή γεύση, αφετέρου δε ασκούν ευεργετική επίδραση στη δυνατότητα συντήρησής τους.
δ) Οι τανίνες με μία περιεκτικότητα 4-5%.
ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Στη ζυθοποιία το 90% της παραγωγής
Το μέρος του φυτού που χρησιμοποιείται για την παραγωγή της μπίρας είναι τα άνθη του, τα οποία έχουν το μέγεθος του αντίχειρα ή είναι λίγο μικρότερα. Αυτά ξηραίνονται σε ξηραντήρια και επεξεργάζονται με ατμούς θείου για να καταστραφούν οι μικροοργανισμοί. Ομως τα αποξηραμένα άνθη δεν μπορούν να αποθηκευθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ετσι συνήθως στα σύγχρονα ζυθοποιία χρησιμοποιείται το εκχύλισμα που προέρχεται από τα άνθη.
Δηλαδή αυτά δεν μεταφέρονται στα εργοστάσια, αλλά εκχειλίζονται τα οσμηρά και γευστικά συστατικά τους στις αγροτικές περιοχές που παράχθηκαν. Στη συνέχεια συσκευάζονται σε δοχεία υπό κενό και διατηρούνται αναλλοίωτα μέχρι να χρησιμοποιηθούν. Το 90% της παραγωγής του λυκίσκου χρησιμοποιείται στη ζυθοποιία.
Χρησιμοποιείται όμως και ως φαρμακευτικό φυτό. Εχει αποδειχθεί ότι έχει βακτηριοστατικές ιδιότητες. Επίσης έχει καταπραϋντικές ιδιότητες και από παλιά χρησιμοποιούνταν για την αντιμετώπιση της αϋπνίας.
Λόγω των φυτοοιστρογόνων που περιέχει χρησιμοποιείται για την παραγωγή κρεμών, με σκοπό τη μεγέθυνση του στήθους των γυναικών.
Επίσης, εκχυλίσματα λυκίσκου χρησιμοποιήθηκαν ως αντιοξειδωτικά, ως χημειοπροστατευτικά του καρκίνου, ως αντιφλεγμονώδεις και αντιμικροβιακοί παράγοντες, καθώς και ως κυτταροτοξικά. Η χρήση του ως ηρεμιστικό και βοηθητικό του ύπνου είναι πιο πρόσφατη και ανακαλύφθηκε με την παρατήρηση ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με τη συλλογή λυκίσκου κουράζονταν εύκολα, προφανώς λόγω μεταφοράς της ρητίνης από τα χέρια τους στο στόμα. Η ομοιοπαθητική συνιστά το βάμμα των νωπών κώνων σαν διουρητικό και αφροδισιακό.
Ο λυκίσκος χρησιμοποιείται στη Γερμανία για την παραγωγή πολλών αλκοολούχων ποτών, όπως είναι το «Hopfenliquor». Το αιθέριο έλαιο του λυκίσκου χρησιμοποιείται επίσης στην αρωματοποιία σε διάφορες κολόνιες.



ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΕΥΘΥΝΘΩ
Κάσσανδρος Γάτσιος, Γεωπόνος - Σύμβουλος Επιχειρήσεων - Εταιρεία Symagro. Τηλ. 6944846475 - 26510-07653 - info@symagro.com
Κώστας Νάνος